-
1 λαθροκοιτέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθροκοιτέω
См. также в других словарях:
φιλοκοιτία — ἡ, Α πόθος για ερωτικό σμίξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κοιτία < κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. λαθρο κοιτία] … Dictionary of Greek