-
1 λαθικηδης
-
2 λαθιπονος
-
3 λαθιφθογγος
См. также в других словарях:
λαθίνοστος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ βραδύνων ἐπανελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + νόστος «επιστροφή» (πρβλ. εύ νοστος)] … Dictionary of Greek
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek
λαθίπονος — λαθίπονος, ον (Α) 1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… … Dictionary of Greek
λαθιπορφυρίς — λαθιπορφυρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία πτηνού που ζει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πορφυρίς «πορφυρό ένδυμα είδος πτηνού»] … Dictionary of Greek
λυσίφρων — λυσίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες 2. ταραγμένος, σαστισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξί φρων, λαθί φρων] … Dictionary of Greek
μελίφθογγος — η, ο (Α μελίφθογγος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί φθογγος, λαθί φθογγος)] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek