-
1 λαθι-πορφυρίδες
λαθι-πορφυρίδες, αἱ, Ibyc. bei Ath. IX, 388 e, nach Schweighäuser's Conj. eine Art der πορφυρίς, Vogel.
-
2 λαθι-πήμων
λαθι-πήμων, ον, = λαϑικηδής.
-
3 λαθι-φροσύνη
λαθι-φροσύνη, ἡ, Vergessenheit od. Thorheit, Ap. Rh. 4, 356.
-
4 λαθι-κηδής
λαθι-κηδής, ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 ( Plan. 273).
-
5 λαθί-ποινος
λαθί-ποινος, die Rache vergessend, Hesych.
-
6 λαθί-φρων
-
7 λαθί-φθογγος
λαθί-φθογγος, die Stimme vergessen machend, stumm machend, der Tod, Hes. Sc. 131.
-
8 λαθί-νοστος
λαθί-νοστος, der Rückkehr vergessend, Hesych.
-
9 λᾱθί-πονος
λᾱθί-πονος, die Mühen, den Kummer vergessend, Αἴας, Soph. Ai. 697, Schol. ἐπιλήσμων τῆς λύπης; – den Kummer vergessen machend, λαϑίπονον όδυνᾶν βίοτον, Trach. 1017 (vom Schol. τὴν λαϑ. ἴασιν erkl.), nach Musgr. Conj.
-
10 λαθικηδής
λαθι-κηδής, ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust; der Wein -
11 λαθίνοστος
-
12 λαθίποινος
-
13 λᾱθίπονος
λᾱθί-πονος, die Mühen, den Kummer vergessend; den Kummer vergessen machend -
14 λαθίφθογγος
λαθί-φθογγος, die Stimme vergessen machend, stumm machend, der Tod -
15 λαθιφροσύνη
λαθι-φροσύνη, ἡ, Vergessenheit od. Torheit -
16 λαθίφρων
λαθί-φρων, ον, vergessliches Sinnes, od. des gesunden Sinnes vergessend, töricht
См. также в других словарях:
λαθίνοστος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ βραδύνων ἐπανελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + νόστος «επιστροφή» (πρβλ. εύ νοστος)] … Dictionary of Greek
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek
λαθίπονος — λαθίπονος, ον (Α) 1. αυτός που λησμονεί τους κόπους («ὅτ Αἴας λαθίπονος πάλιν», Σοφ.) 2. αυτός που έχει απαλλαγεί από τη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πόνος «κόπος»] … Dictionary of Greek
λαθίφθογγος — λαθίφθογγος, ον (Α) (ως επίθ. τού θανάτου) αυτός που κάνει κάποιον άλαλο, που τού αποστερεί τη φωνή («θανάτοιο λαθιφθόγγοιο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φθόγγος (πρβλ. οξύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
λαθίφρων — λαθίφρων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) άφρων, απερίσκεπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. αγχί φρων, ματαιό φρων] … Dictionary of Greek
λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… … Dictionary of Greek
λαθιπορφυρίς — λαθιπορφυρίς, ίδος, ἡ (Α) ονομασία πτηνού που ζει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + πορφυρίς «πορφυρό ένδυμα είδος πτηνού»] … Dictionary of Greek
λυσίφρων — λυσίφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. αυτός που απαλλάσσει από τις φροντίδες 2. ταραγμένος, σαστισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + φρων (< φρήν, φρενός «φρόνηση, φροντίδα»), πρβλ. θελξί φρων, λαθί φρων] … Dictionary of Greek
μελίφθογγος — η, ο (Α μελίφθογγος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί φθογγος, λαθί φθογγος)] … Dictionary of Greek
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek