-
1 λαθι-κηδής
λαθι-κηδής, ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust, Il. 22, 83; Bacchus, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 12); der Wein, Alcae. bei Ath. X, 430 d; τέχνης ἰδμοσύνη Crinag. 16 ( Plan. 273).
-
2 λαθικηδής
λαθι-κηδής, ές, die Sorgen vergessen machend, Sorgen stillend, die Mutterbrust; der Wein
См. также в других словарях:
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
lā-2 — lā 2 English meaning: to be concealed, covered Deutsche Übersetzung: “verborgen, versteckt sein” Note: also lüi and lü[i] dh Material: Gk. λῆτο, λήιτο ἐπελάθετο Hes., due to a *λᾱ Fός “hide, conceal” perhaps λεωργός,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
λαθικηδής — λαθικηδής, ές και δωρ. τ. λαθικάδης, ες (Α) αυτός που κάνει κάποιον να λησμονεί τις φροντίδες, που καταπαύει τους πόνους, καταπραϋντικός, παυσίπονος («εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (που ανάγεται στον τ. λάθρα… … Dictionary of Greek