-
1 λαθί-νοστος
λαθί-νοστος, der Rückkehr vergessend, Hesych.
-
2 λαθίνοστος
См. также в других словарях:
λαθίνοστος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ βραδύνων ἐπανελθεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + νόστος «επιστροφή» (πρβλ. εύ νοστος)] … Dictionary of Greek