-
1 λαθανεμος
-
2 λαθάνεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαθάνεμος
-
3 λᾱθάνεμος
λᾱθ-άνεμος, den Wind vergessend, ὥρα, windstill -
4 λαθάνεμον
λαθάνεμοςescaping wind: masc /fem acc sgλαθάνεμοςescaping wind: neut nom /voc /acc sg -
5 ληθάνεμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληθάνεμος
См. также в других словарях:
λαθάνεμος — και ληθάνεμος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ άνεμος, κωλυσ άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ.… … Dictionary of Greek
λαθάνεμον — λαθάνεμος escaping wind masc/fem acc sg λαθάνεμος escaping wind neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek
λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… … Dictionary of Greek
ληθάνεμος — ληθάνεμος, ον (Α) βλ. λαθάνεμος … Dictionary of Greek