-
1 λαγώφθαλμος
λαγώφθαλμοςhare-eyed: masc /fem nom sg -
2 λαγώφθαλμος
λᾰγώφθαλμος, ον, lit.A hare-eyed: hence, unable to close the eye, owing to shortening of the upper eyelid, Dem. Ophth. ap. Aët.7.75, cf. Gal.14.681, Aët.7.2, Paul.Aeg.6.10; v. λαγόφθαλμος:—also [full] λαγωόφθαλμος, Eust.812.2; τὸ λ. this condition of eyes, Gal.19.439.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγώφθαλμος
-
3 λαγώφθαλμος
-
4 λαγωφθάλμων
λαγώφθαλμοςhare-eyed: masc /fem /neut gen pl -
5 λαγώφθαλμοι
λαγώφθαλμοςhare-eyed: masc /fem nom /voc pl -
6 lagophthalmos
lagōphthalmos, ī, m. (λαγώφθαλμος), das Hasenauge, eine Krankheit des Auges, bei der das obere Augenlid das Auge nicht bedeckt, Cels. 7, 7, 9.
-
7 λαγω-όφθαλμος
λαγω-όφθαλμος, = λαγώφϑαλμος, Eust. 734, 15.
-
8 lagophthalmos
lagōphthalmos, ī, m. (λαγώφθαλμος), das Hasenauge, eine Krankheit des Auges, bei der das obere Augenlid das Auge nicht bedeckt, Cels. 7, 7, 9.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > lagophthalmos
-
9 λαγόφθαλμος
A = λαγώφθαλμος, PMed.Strassb.p.6K.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγόφθαλμος
См. также в других словарях:
λαγώφθαλμος — hare eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγώφθαλμος — η, ο (Α λαγώφθαλμος, ον) βλ. λαγόφθαλμος … Dictionary of Greek
λαγωφθάλμων — λαγώφθαλμος hare eyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγώφθαλμοι — λαγώφθαλμος hare eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγόφθαλμος — και λαγώφθαλμος, η, ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, ον) νεοελλ. αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμία αρχ. 1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού 2.… … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek