-
1 λαγοίο
-
2 λαγοῖο
См. также в других словарях:
λαγοῖο — λαγῶς hare masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 λαγοίο
2 λαγοῖο
λαγοῖο — λαγῶς hare masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)