-
1 λαγοί
λαγῶςhare: masc nom /voc pl -
2 λαγώς
λαγώς (od. nach Arcad. u. B. A. 1197 att. λαγῶς), ώ, auch λαγῶ accent., Xen. Cyn. 3, 4. 5, 1, ὁ, accus. λαγών und λαγώ od. λαγῶ, s. Lob. Phryn. 186 u. vgl. Luc. philops. 3, ion. u. ep. λαγωός, auch λαγός, Her. u. Sp.; λαγοί, Soph. bei Ath. IX, 400 b; den acc. λαγόν führt Ath. aus Ameipsias an; λαγοῖο, Nic. Al. 465; plur. οἱ λαγῴ, Xen. Cvr. 1, 6, 40; acc. λαγώς, An. 4, 5, 24 u. A., auch in äol. Form, τοὶ δ' ὠκύποδας λαγὸς ᾕρευν, Hes. sc. 302; – 1) der Hase; ἢ κεμάδ' ἠὲ λαγωόν Il. 10, 361; πτῶκα λαγωόν 22, 310; λαγὼ δίκην, Aesch. Eum. 26; Ar. Equ. 909 u. in Prosa. – Sprichw. λαγὼς καϑεύδων, Zenob. 4, 84, von verstelltem Schlaf, wie der Hase mit offnen Augen schläft; – λαγὼ βίον ζῆν, ein elendes Leben unter beständiger Angst führen, wie wir ein Hundeleben sagen, Dem. 18, 263, der hinzusetzt δεδιὼς καὶ τρέμων καὶ ἀεὶ πληγήσεσϑαι προςδοκῶν; vgl. Luc. somn. 9. Auch λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχων, Zenob. 4, 85; u. wie bei uns von furchtsamen Menschen, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f; Philostr. v. Ap. 4, 37; vgl. δειλότεροι τῶν λαγῶν, Luc. Pisc. 34. – 2) ein rauchsüßiger Vogel, etwa die Rauchschwalbe, vgl. λαγώπους. – Bei den Chirurg. eine Art Verband.
-
3 αὖρολ
-
4 αὐροί
Grammatical information: ?Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Perhaps to αὖρι ταχέως H. - Acc. Keil, Herm. 23, 317 and Latte, Glotta 32, 41f. we should read αὐροί (= ἁβροί) λάγ\<ν\>οί. S. Pisani, Rend. Acc. Lincei 6: 8, 342f. (Ligurian); Lagercrantz, Symb. phil. Danielsson 146f. (improbable). All very dubious.Page in Frisk: 1,190Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐροί
См. также в других словарях:
λαγοί — λαγῶς hare masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απλυσιά — (aplysia). Γένος μαλακίων της οικογένειας των απλυσιιδών. Ζουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου και βρίσκονται σε αμμώδεις ή λασπώδεις περιοχές σε βάθος έως 20 μ. Έχουν μορφή κοχλία και φτάνουν σε μήκος τα 30 εκ. και σε πλάτος τα 10 εκ. Το σώμα… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
λαγωβολείον — λαγωβολεῑον, τὸ (Α) [λαγωβόλος] τόπος όπου θηρεύονται λαγοί … Dictionary of Greek
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek
λαγόμορφα — τα (ζωολ. παλαιοντ.) τάξη χερσόβιων ευθήριων θηλαστικών, τα οποία παλαιότερα κατατάσσονταν στην τάξη τών τρωκτικών, στην οποία ανήκουν τα κουνέλια, οι λαγοί και οι ποντικολαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lagomorpha < νεολατ.… … Dictionary of Greek
μεγαπανίδα — η ζωολ. εδαφόβια ζώα, όπως είναι οι γεωσκώληκες και τα σπονδυλόζωα ασπάλακες, ποντίκια, λαγοί, κουνέλια, φίδια, σαύρες και σκίουροι, που αποτελούν τον κύριο παράγοντα εδαφικής ανακύκλωσης και ανακατανομής … Dictionary of Greek
τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
γαστερόποδα — Ομοταξία ασπόνδυλων μαλακίων. Περιλαμβάνει είδη που ζουν στις θάλασσες, στα γλυκά νερά και στο χερσαίο περιβάλλον. Το σώμα τους χαρακτηρίζεται γενικά από μια ισχυρή ασυμμετρία πολύ ή λίγο εμφανή και διακρίνεται σε αυτό η κεφαλή, το πόδι, ο… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek