-
1 λαγνείη
λαγνείαthe act of coition: fem nom /voc sg (epic ionic)——————λαγνείαthe act of coition: fem dat sg (epic ionic) -
2 λαγνείῃ
Βλ. λ. λαγνείη
См. также в других словарях:
λαγνείη — λαγνεία the act of coition fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνείῃ — λαγνεία the act of coition fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνεία — η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) [λαγνεύω] φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.) αρχ. συνουσία … Dictionary of Greek