-
1 λαγκιαρίων
λαγκιάριοςlancea: masc gen pl -
2 λαγκιάριοι
λαγκιάριοςlancea: masc nom /voc pl -
3 λαγκία
λαγκία, ἡ, Lat.A lancea, D.S.5.30:—hence [full] λαγκιάριος, ὁ, lancearius, CIG 4004 ([place name] Iconium), Lyd.Mag.1.46.
См. также в других словарях:
λαγκιάριος — λαγκιάριος, ὁ (AM) [λαγκία] οπλισμένος με λαγκία, με πλατιά λόγχη, λογχοφόρος … Dictionary of Greek
λαγκιαρίων — λαγκιάριος lancea masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγκιάριοι — λαγκιάριος lancea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)