-
1 λαγαρύζομαι
λαγαρύζομαι, s. λαγαρίζομαι.
-
2 λαγαρύζομαι
A v. λαγαρίζομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγαρύζομαι
-
3 λαγαρίζομαι
λαγαρίζομαι od. λαγαρύζομαι, Kuchen essen, naschen, Ar. Vesp. 674, wo der Schol. λαγανίζομαι od. λαγανύζομαι las. S. das Folgde.
-
4 λαγαρίζομαι
λαγαρίζομαι od. λαγαρύζομαι, Kuchen essen, naschen
См. также в других словарях:
λαγαρύζομαι — (Α) βλ. λαγαρίζομαι … Dictionary of Greek
λαγαρίζομαι — και λαγαρύ ζομαι και λαγυρίζομαι (Α) 1. πιθ. περνώ φτωχικά και στερημένα, μόλις τά καταφέρνω («ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον», Αριστοφ.) 2. πιθ. σκουντώ, σπρώχνω με τον αγκώνα 3. αποξέω, ξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγαρός. Οι τ. λαγαρύζομαι και λαγυρίζομαι… … Dictionary of Greek