-
1 labyrinthe
λαβύρινθος -
2 bludiště
λαβύρινθος -
3 labyrint
λαβύρινθος -
4 labyrinth
λαβύρινθος -
5 maze
λαβύρινθος -
6 błędnik
λαβύρινθος -
7 labirynt
λαβύρινθος -
8 labirent
λαβύρινθος, δαίδαλος -
9 лабиринт
-а α.λαβύρινθος. || μτφ. πολυδαίδαλος.(ανατ.) εσωτερική κοιλότητα•уха ο λαβύρινθος του αυτιού.
-
10 дебри
дебр||имн. Ι.:лесные \дебри τό πυκνό δάσος, ἡ λόχμη· углубиться в \дебри χώνομαι στό πυκνό δάσος· непроходимые \дебри τό ἀδιάβατο δάσος·2. (глухое место) ὁ ἀγριότοπος, ἡ ζούγκλα·3. перен ὁ λαβύρινθος:запу́таться в \дебриях чего́-л. χάνομαι στον λαβύρινθο. -
11 лабиринт
лабиринтм в разн. знач. ὁ λαβύρινθος. -
12 labyrinth
['læbərinƟ](a place full of long, winding passages; a maze.) λαβύρινθος -
13 maze
[meiz](a deliberately confusing series of paths, often surrounded by walls or hedges, from which it's difficult to find the way out: I'm lost in a maze of rules and regulations.) λαβύρινθος -
14 лабиринт
[λαμπιρίντ] ουσ. α λαβύρινθος -
15 лабиринт
[λαμπιρίντ] ουσ α λαβύρινθος -
16 дебри
-ей πλθ. (ενκ. παλ. дебрь, -и θ.).,1. λόγγος, λογγιά• λόχμες. || απόκεντρο μέρος.2. μτφ. περίπλοκη κατάσταση πραγμάτων, λαβύρινθος, κυκεώνας. -
17 Labyrinth
subs.P. λαβύρινθος, ὁ.A labyrinth of words: V. περιπλοκαί λόγων αἱ.Labyrinthine adj. Use P. and V. πολύπλοκος (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Labyrinth
-
18 Maze
subs.Labyrinth: P. λαβύρινθος, ὁ.A maze of words: V. περιπλοκαὶ λόγων, αἱ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Maze
См. также в других словарях:
λαβύρινθος — labyrinth masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
λαβύρινθος — ο 1. μεγάλο οικοδόμημα με περίπλοκη διαρρύθμιση ώστε να γίνεται πολύ δύσκολη η εύρεση της εξόδου: Ο Μινώταυρος ζούσε σε λαβύρινθο. 2. μτφ., περίπλοκος συλλογισμός, αδιέξοδο: Λαβύρινθος είναι η σκέψη σου. 3. μέρος του αυτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαβυρίνθοις — λαβύρινθος labyrinth masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρίνθου — λαβύρινθος labyrinth masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρίνθους — λαβύρινθος labyrinth masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρίνθων — λαβύρινθος labyrinth masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβυρίνθῳ — λαβύρινθος labyrinth masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθε — λαβύρινθος labyrinth masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθοι — λαβύρινθος labyrinth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθον — λαβύρινθος labyrinth masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)