-
1 λαβύρινθοι
λαβύρινθοςlabyrinth: masc nom /voc pl -
2 λαβύρινθος
A labyrinth or maze, a large building consisting of numerous halls connected by intricate and tortuous passages: in Egypt, Hdt.2.148, cf. Str.17.1.37; in Crete, Call.Del. 311, D.S.1.61: pl., ; name of a building at Rome, IG14.1093; also at Miletus, Milet.7.56, Supp.Epigr.4.446 (iii/ii B. C., pl.).2 prov. of tortuous questions or arguments,ὥσπερ εἰς λ. ἐμπεσόντες, οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι περικάμψαντες πάλιν ὥσπερ ἐν ἀρχῇ.. ἀνεφάνημεν ὄντες Pl.Euthd. 291b
;λαβυρίνθων σκολιώτερα D.H.Th.40
; Bis Acc.21;λόγων λαβύρινθοι Id.Icar.29
; of ant-hills, Gal.UP1.3; of the rete mirabile Galeni, Id.5.608; of Lycophron's poem. AP9.191; as name of a philosopher, Luc.Symp.6.II any wreathed or coiled up body, εἰνάλιος λ. the twisted sea-snail, AP6.224 (Theodorid.); ἐκ σχοίνων λ. bow-net of rushes, Theoc.21.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαβύρινθος
-
3 λαβύρινθος
λαβύρινθος (s. nom. pr.), ὁ, nach den berühmten Gebäuden Aegyptens u. Kreta's werden übh. vielfach verschlungene Irrgänge so genannt, bes. auch übertr. auf Reden u. Untersuchungen, ὥςπερ εἰς λαβύρινϑον ἐμπεσόντες οἰόμενοι ἤδη ἐπὶ τέλει εἶναι, περικάμψαντες πάλιν ὥςπερ ἐν ἀρχῇ τῆς ζητήσεως ἀνεφάνημεν ὄντες, Plat. Euthyd. 291 b; ἀποκρινόμενον λαβυρίνϑου σκολιώτερα, verschlungener, d. i. schwer zu verstehen, D. Hal. iud. Thuc. 40; vgl. Luc. bis accus. 21; ἀγκύλους λόγους καὶ λαβυρίνϑοις ὁμοίους, Icaromen. 29; dah. Beiname eines Philosophen, conv. 6; u. das dunkle Gedicht des Lykophron heißt πολύγναμπτοι λαβύρινϑοι, Ep. ad. 564 (IX, 191); – εἰνάλιος λαβ. ist die vielfach gewundene Meerschnecke, Theodorid. 2 (VI, 224). – Auch Fischerreuse, ἐκ σχοίνων λαβ., Theocr. 21, 11.
-
4 λαβυρινθος
(ῠ) ὅ1) лабиринт (здание с многочисленными и запутанными ходами; наиболее известны: Египетский, у г. Крокодилополя Her., и Критский, близ Кносса, построенный, по преданию, Дедалом Diod.)2) сложное переплетение, запутанность(λόγων Luc.; ὥσπερ εἰς λαβύρινθον ἐμπεσεῖν Plat.; τοῦ λαβυρίνθου ἑλιγμοί Plut.; λαβύρινθοι πολύγναμπτοι Anth.)
3) сеть, невод(λ. ἐκ σχοίνων Theocr.)
4) спиральная раковина(εἰνάλιος Anth.)
-
5 πολύγναμπτος
πολῠ-γναμπτος, ον,A much-bent, much-twisting,μυχοί Pi.O.3.27
;λαβύρινθοι AP9.191
;προχοαί Q.S.1.286
; curly,σέλινον Theoc. 7.68
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγναμπτος
-
6 σχεδουργός
σχεδουργός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχεδουργός
-
7 λαβύρινθος
λαβύρινθος, ὁ, nach den berühmten Gebäuden Ägyptens u. Kretas werden übh. vielfach verschlungene Irrgänge so genannt, bes. auch übertr. auf Reden u. Untersuchungen; ἀποκρινόμενον λαβυρίνϑου σκολιώτερα, verschlungener, d. i. schwer zu verstehen; dah. Beiname eines Philosophen; das dunkle Gedicht des Lykophron heißt πολύγναμπτοι λαβύρινϑοι; εἰνάλιος λαβ. ist die vielfach gewundene Meerschnecke. Auch Fischerreuse
См. также в других словарях:
λαβύρινθοι — λαβύρινθος labyrinth masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… … Dictionary of Greek
οικοδομητός — οἰκοδομητός, ή, όν (Α) [οικοδομώ] οικοδομημένος, κτισμένος («τὰ σπήλαια καὶ οἱ ἐν αὐτοῑς οἰκοδομητοὶ λαβύρινθοι», Στράβ.) … Dictionary of Greek
πολύγναμπτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές 2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.) 3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω… … Dictionary of Greek
ηθμοειδές οστό — Οστό που βρίσκεται στη βάση του κρανίου και πίσω από το μετωπιαίο και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το μέσο και τα πλάγια. Το μέσο περιλαμβάνει το οριζόντιο ή τετρημμένο πέταλο και το κάθετο, που αποτελεί το επάνω μέρος του ρινικού… … Dictionary of Greek