-
1 λαβρο-στομέω
λαβρο-στομέω, keck, frech reden, μηδ' ἄγαν λαβροστόμει, Aesch. Prom. 327.
-
2 λαβροστομέω
λαβρο-στομέω, keck, frech reden -
3 λαβροστομεω
1 λαβρο-στομέω
λαβρο-στομέω, keck, frech reden, μηδ' ἄγαν λαβροστόμει, Aesch. Prom. 327.
2 λαβροστομέω
3 λαβροστομεω