-
1 λαβροσύνησιν
-
2 λαβροσύνῃσιν
-
3 ἐπι-κλεής
См. также в других словарях:
λαβροσύνῃσιν — λαβροσύνη violence fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικλεής — ἐπικλεής, ές (Α) 1. περίφημος, ένδοξος, ξακουστός («ἐπικλεὲς ἄστυ», Απολλ. Ρόδ.) 2. αυτός που πήρε το όνομά του από κάτι («λάβρακα σφετέρησιν ἐπικλέα λαβροσύνησιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλεής (< κλέος «δόξα»)] … Dictionary of Greek