-
1 λαβοῦσα
взявшаявзявший взявшееΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λαβοῦσα
-
2 ερμα
I- ατος τό1) подпора, стойка2) столбἀφετήριον ἕ. Anth. — стартовый столб ( на ристалищах)
3) перен. устой, опора, столп, основание(πόληος Hom., Plat.; πολιτείας Plut.)
ἕρματα τῶν θεμελίων Diod. — капитальные стены4) досл. основание, причина, перен. источникἰός, ἕ. ὀδυνάων Hom. — стрела, причина страданий
5) балласт, груз Arph., Plut.λίθον ἕ. φέρειν Arst. — нести для устойчивости камень
6) бремя, плод чрева7) утес, подводная скала Aesch., Her., Plat., Plut.περὴ ἕ. τέν ναῦν περιβάλλειν Thuc. — направить корабль (наскочить) на подводный камень
8) холм, курган(ἕ. τυμβόχωστον Soph. - v. l. ἔργμα)
II -
3 κρισις
1) разделение, различение(τῶν διαφερόντων Arst.)
2) суждение, мнение(ἐπαινέειν τέν κρίσιν τινός Her.; κ. οὐκ ἔστιν ἀληθής Soph.)
τέν κρίσιν περί τινος ποιεῖσθαι Arst. — иметь суждение о чем-л.3) суд, решение, приговорἐν θεῶν κρίσει Aesch. — по приговору (т.е. повелению) богов;
ἥ τῶν ὅπλων κ. Plut. — решение об оружии (убитого Ахилла)4) суд, судебное разбирательствоτῷ πλήθει μεταδιδόναι τῆς κρίσεως Plat. — дать народу право участия в судебном разбирательстве;
τὸ μετέχειν κρίσεως καὴ ἀρχῆς Arst. — участие в судебной и административной жизни;προκαλεῖν τινα ἐς κρίσιν περί τινος Thuc. — привлекать кого-л. к судебной ответственности за что-л.;καθιστάναι ἑαυτὸν ἐς κρίσιν Thuc. — добровольно предстать перед судом5) состязание, спор(τῶν μνηστήρων Her.)
τόξου κ. Soph. — состязание в стрельбе из лука6) спор, тяжба(θεῶν ἔρις τε καὴ κ. Plat.; ψευοομαρτυριῶν κρίσεις Arst.)
7) выбор, избрание(τῶν ἀξίων Arst.)
8) исход, окончание:(τὸ Μηδικὸν ἔργον) δυοῖν ναυμαχίαιν καὴ πεζομαχίαιν ταχεῖαν τέν κρίσιν ἔσχεν Thuc. исход (персидской) войны был быстро решен двумя морскими и двумя сухопутными сражениями; μάχη κρίσιν οὐ λαβοῦσα Plut. безрезультатное сражение
9) (ис)толкование(κρίσεις ἐνυπνίων Plut.)
10) переломный момент, кризис(αἱ τῶν νόσων κρίσεις Arst.)
-
4 τινασσω
(aor. ἐτίναξα - pass. ἐτινάχθην)1) потрясать, размахивать(αἰγίδα Hom.; λόγχας Soph.; λαμπάδας Arph.; med. δούρατος ἀκμάς Theocr.; τοῖς ὅπλοις Plut.)
τ. γαῖαν Hom. — колебать землю;τινάσσεσθαι πτερά Hom. — махать крыльями, парить2) ворошить, разбрасывать(θημῶνα ἠΐων Hom.)
χειρὴ ἑανοῦ ἐτίναξε λαβοῦσα Hom. — (Афродита) взяла (Елену) рукой за платье и потянула ( чтобы заставить обернуться)3) бряцать, перебирать(νεῦρα κιθάρας Anth.)
4) толкать, опрокидывать(θρόνον ποσί Hom.)
5) с размаха бросать, метать(ἀστεροπήν Hom.)
См. также в других словарях:
λαβοῦσα — λαμβάνω a aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβούσας — λαβούσᾱς , λαμβάνω a aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λαβούσᾱς , λαμβάνω a aor part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Uncial 070 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 070 Name … Wikipedia
Fragmentum Woideanum — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 070 Name Fragmentum Woideanum Text Luk … Deutsch Wikipedia
Unzial 070 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 070 … Deutsch Wikipedia
FERMENTUM — apud Plaut. in Casina, de muliere, quae irâ, et indignatione exardescebat, in Casina. Act. 2. sc. v. v. 17. Nunc in fermento tota est, ita turget mihi. quid sit notum. Ex ipsa farina sit, quae subigitur prius, quam adda. tur sal, ad pultis modum… … Hofmann J. Lexicon universale
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
κηρύκαινα — κηρύκαινα, ἡ (Α) 1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.) 2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι (στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ… … Dictionary of Greek
κομιστής — ο (Α κομιστής) [κομίζω] νεοελλ. 1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών) 2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για… … Dictionary of Greek
περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία … Dictionary of Greek