Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λαβοῦσα

См. также в других словарях:

  • λαβοῦσα — λαμβάνω a aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαβούσας — λαβούσᾱς , λαμβάνω a aor part act fem acc pl (attic epic doric ionic) λαβούσᾱς , λαμβάνω a aor part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Uncial 070 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 070 Name …   Wikipedia

  • Fragmentum Woideanum — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 070 Name Fragmentum Woideanum Text Luk …   Deutsch Wikipedia

  • Unzial 070 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Unzial 070 …   Deutsch Wikipedia

  • FERMENTUM — apud Plaut. in Casina, de muliere, quae irâ, et indignatione exardescebat, in Casina. Act. 2. sc. v. v. 17. Nunc in fermento tota est, ita turget mihi. quid sit notum. Ex ipsa farina sit, quae subigitur prius, quam adda. tur sal, ad pultis modum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… …   Dictionary of Greek

  • εύφωνος — η, ο (Α εὔφωνος, ον και εὐφωνής, ές) 1. αυτός που έχει γλυκιά, αρμονική φωνή, ο καλλίφωνος, ο εύηχος 2. (για κήρυκα ή ρήτορα) αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο βροντόφωνος («λαβοῡσα κηρύκαιναν εὔφωνόν τινα», Αριστοφ.) αρχ. 1. (για λύρα) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κηρύκαινα — κηρύκαινα, ἡ (Α) 1. θηλ. τού κήρυξ* («λαβοῡσα κηρύκαινον εὔφωνόν τίνα». Αριστοφ.) 2. στον πληθ. αἱ κηρύκαιναι (στην Αλεξάνδρεια, κατά το λεξ. Σούδα) «γυναῑκες αἵτινες εἰς τὰς αὐλὰς παριοῡσα καὶ τὰς συνοικίας, ἐφ ᾧ τε συναγείρειν τὰ μιάσματα καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κομιστής — ο (Α κομιστής) [κομίζω] νεοελλ. 1. αυτός που φέρνει κάτι, που κομίζει κάτι («κομιστής κακών αγγελιών) 2. (νομ.) ο κάτοχος ανώνυμου χρεωγράφου, ο οποίος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πληρωμή από τον εκδότη του αρχ. 1. αυτός που φροντίζει για… …   Dictionary of Greek

  • περιφέρω — ΝΜΑ 1. μεταφέρω κάτι ολόγυρα, κυκλικά ή προς κάθε κατεύθυνση (α. «περιφέρω δίσκο» β. «περιφέρουν τον Επιτάφιο» γ. «τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾱσαν γῆν οὐδὲν σιτεόμενος», Ηρόδ.) 2. μεταφέρω επάνω μου ή μέσα μου ή μαζί μου (α. «περιφέρω τη δυστυχία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»