Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

λαβίδα

  • 1 λαβίδα

    λαβίδα η
    лжица – священный сосуд с крестом на рукоятке, употребляемый как ложечка при причащении мирян и церковнослужителей. Лжица первоначально использовалась для причащения больных и младенцев. Позже была введена для причащения всех верующих по практической причине, по-видимому, когда по необходимости священник стал служить без дьякона. Изначально священник преподавал Честное Тело Господа в ладонь причащаемого, а дьякон подносил ему Святой Потир, то есть все причащались, как сегодня дьяконы или сослужащие клирики на Божественной Литургии архиерейским чином. Такой образ причащения требовал много времени, а также не мог осуществляться одним священником без дьякона. Лжицу ввел в употребление св. Иоанн Златоуст. Греческое название лжицы (λαβίς – клещи) напоминает те клещи, которыми Серафим взял раскаленный уголь и коснулся уст пророка Исайи (Исх. 6, 6)
    Этим.
    < λαβίς < λαμβάνω «брать»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > λαβίδα

  • 2 λαβίδα

    [-ίς(-ίδος)] η
    1) щипцы; пинцет; 2) церк, ложечка для причастия

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαβίδα

  • 3 Ποτήριο Άγιο

    Ποτήριο Άγιο το
    Святой Потир – богослужебный сосуд, в который вливается вино и вода (οίνος και το ύδωρ) на проскомидии. Во время снисхождения Святого Духа на Божественной Литургии вино пресуществляется в Кровь Господа Иисуса Христа. В Святой Потир после преломления (см. μελισμός) Агнца полагается частица ΙΣ (Иисус) и другие части Честного Тела после причащения священнослужителей. Из него непосредственно, по древнему уставу, причащались верующие Честной Крови, позже ввели для причащения лжицу, см. λαβίδα
    Этим.
    < πίνω «пить»

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Ποτήριο Άγιο

См. также в других словарях:

  • λαβίδα — Κάθε εργαλείο με δύο σκέλη για τη σύλληψη, συγκράτηση ή βίαιη έλξη αντικειμένων. φαινόμενο της λ. (Φυσ.). Το φαινόμενο της συστολής του πλάσματος και της απομάκρυνσής του από τα τοιχώματα του σωλήνα στον οποίο περιέχεται, διαδικασία που τελείται… …   Dictionary of Greek

  • λαβίδα — η 1. όργανο με δύο σκέλη για πιάσιμο και τράβηγμα, η τσιμπίδα. 2. κουτάλι που χρησιμοποιείται στη μετάληψη: Ο ιερέας κρατούσε τη λαβίδα και το δισκοπότηρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαβίδα — λαβίς handle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… …   Dictionary of Greek

  • ωτολαβίδα — η / ὠτολαβίς, ίδος, ΝΜ νεοελλ. ιατρ. ειδική λαβίδα, που χρησιμοποιείται σε ωτικές επεμβάσεις μσν. λαβίδα για την εξαγωγή ξένων σωμάτων από τα αφτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λαβίδα] …   Dictionary of Greek

  • μυδιόσκελλον — μυδιόσκελλον, τὸ (Α) μικρός εμβρυουλκός, μαιευτική λαβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύδιον «μαιευτική λαβίδα» + σκελλός «με στραβά πόδια»] …   Dictionary of Greek

  • πιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίεση, που γίνεται με πίεση ή με τον οποίο ασκείται πίεση 2. μτφ. καταπιεστικός, καταθλιπτικός 3. εξαναγκαστικός («πιεστικά μέτρα») 4. άμεσος, επείγων, υποχρεωτικός («πιεστικές ανάγκες») 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ποδολαβίδα — η, Ν ζωολ. 1. λαβίδα, μόλις ορατή με γυμνό μάτι, σε ορισμένα εχινόδερμα 2. συλληπτήριο όργανο στα αρθρόποδα που προήλθε από κατάλληλο μετασχηματισμό τού κάτω άκρου τών γναθικών ποδιών ή τών θωρακικών εξαρτημάτων σε λαβίδα …   Dictionary of Greek

  • σκενδύλιον — τὸ, Α λαβίδα («ὥστε δίχηλον γενέσθαι καθάπερ τῶν λεγομένων σκενδυλίων», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκενδύλη, αχρ. τ. τού σχενδύλη «λαβίδα»] …   Dictionary of Greek

  • COCHLEAR — species mensurae, de qua Salmas. ad Solin. p. 591. Qui de mensuris scribunt, concham aiunt tria cochlearia facere, nonaginta sex cochlearia sextarium implebant: ex Africano, καὶ ὁ ξέςτης ἄρα εἰς κοχλιάρια ἀναλύεται 96. Alias Cochlear, in escaria… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγκτήρας — ο (Α ἀγκτὴρ) [ἄγχω] 1. χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατούνται τα χείλη τού τραύματος κατά τη συρραφή 2. στον πληθ. οι αγκτήρες ιατρικός επίδεσμος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»