-
1 λαίσ-παις
-
2 λαίσπαις
λαίσ-παις· βούπαις, Λευκάδιοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαίσπαις
См. также в других словарях:
λαίσπαις — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Λευκαδίους) «βούπαις». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < λαισ (βλ. λα ) + παῖς, παιδός] … Dictionary of Greek