1 λαίσθη
λαίσθη, ἡ, = αἰσχύνη, VLL.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > λαίσθη
λαίσθη — και λάσθη και λαίσθα, ἡ (Μ) 1. αισχύνη 2. ακολασία … Dictionary of Greek