-
1 Λαία
Λαΐᾱ, Λαΐηςmasc nom /voc /acc dualΛαΐᾱ, Λαΐηςmasc voc sg (attic)Λαΐᾱ, Λαΐηςmasc gen sg (doric aeolic) -
2 Λάια
Λάϊα, Λαΐηςmasc voc sgΛάϊα, Λαΐηςmasc nom sg (epic) -
3 λαία
λαίᾱ, λείαtool for smoothing stone: fem nom /voc /acc dual (doric)λαίᾱ, λείαtool for smoothing stone: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
4 λαιά
λαιά, ἡ, = λέα, καϑάπερ τὰς λαιὰς προςάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7.
-
5 λαία
-
6 λαιά
-
7 λαιᾷ
-
8 λαια
-
9 λαιά
λαιόςblue thrush: neut nom /voc /acc plλαιά̱, λαιόςblue thrush: fem nom /voc /acc dualλαιά̱, λαιόςblue thrush: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 νεο-λαία
-
11 Λαίας
Λαΐᾱς, Λαΐηςmasc acc plΛαΐᾱς, Λαΐηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)Λαίςfem acc pl (epic doric ionic aeolic) -
12 λαιάς
λαιά̱ς, λαιαίstones: fem acc plλαιά̱ς, λαιόςblue thrush: fem acc pl -
13 λαίας
λαίᾱς, λείαtool for smoothing stone: fem acc pl (doric)λαίᾱς, λείαtool for smoothing stone: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 Λαίαν
Λαΐᾱν, Λαΐηςmasc acc sg (attic epic doric aeolic) -
15 λαιάν
λαιά̱ν, λαιόςblue thrush: fem acc sg (attic doric aeolic) -
16 λαίαν
λαίᾱν, λείαtool for smoothing stone: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 λαιός
λαιός (A), ὁ, a kind of thrush, prob. the------------------------------------A left, λαιᾷ μὲν ἴτυν προβάλεσθε (sc. χειρί) Tyrt.15.3; λαιᾶς χειρός on the left hand, A.Pr. 714;πρὸς λαιᾷ χερί E.HF 159
; λαιοῖσι on the left, Parm.17;ἐπὶ λαιὰ κεκλιμένον Arat.160
, cf. Heliod. ap.Stob.4.36.8; οἱ τὸ λ. ἔχοντες (sc. μέρος) D.S.13.99; ἐς λαιὰν ἐσιόντων χῆρα ([dialect] Dor.) IG14.1721.3;τῇ λαιᾷ τοῦ δεξιοῦ λαβόμενος κέρως Philostr.Jun.Im.4
. (Poet., but not in Hom., who uses ἀριστερός: also in later Prose, τὰ διδόμενα τῇ δεξιᾷ δέχεσθαι τῇ λαιᾷ χειρί Prov. ap.Plb.38.10.9, cf. Jul.Or.2.57d, etc.) (Orig. λαιϝός, cf. Lat. laevus, Slav. lèv[ucaron]: in Hsch. we have λαίβα, i.e. λαίϝα, = ἀσπίς, because borne on the left arm; cf. λαῖφα, λαῖτα, λαφός.) -
18 λαιός
-
19 λέα
-
20 επινεμω
1) раздавать, разделять, распределять(σῖτόν τισι Hom.; τέν γῆν καὴ τὰς οἰκήσεις ἴσας Plat.)
σῖτον τραπέζῃ ἐ. Hom. — расставить хлеб на столе;ἐφ΄ ἑκατέρῳ τὸ μέρος ἑκάτερον ἐ. Plat. — обе части разместить по обе стороны2) пасти на чужой земле(βοσκήματα Plat.; διὰ τοῦ χωρίου Dem.)
3) med. пастись на чужой земле(παρὰ τὸν ποταμόν Arst.)
4) med.-pass. кормиться (чьими-л.) объедками(ὅ σάργος ἐπινέμεται τῇ τρίγλῃ Arst.)
5) med. обитать, населять(τὰ λαιὰ τοῦ ποταμοῦ Luc.)
6) med. обходить, объезжать7) med.-pass. шириться, распространяться(τὸ πῦρ ἐπενέμετο τὸ ἄστυ πᾶν Her.; ἐπινεμηθείσης τῆς φλογὸς ἐπὴ πολὺν τόπον Diod.; ἥ νόσος ἐπενείματο τὰς Ἀθήνας Thuc.)
ἐ. τῷ ζήλῳ τινάς Plut. — вызвать соперничество среди кого-л.8) med. наводнять, захватывать(πᾶσαν τέν θάλασσαν, τέν Γαλατίαν Plut.)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λαία — Λαΐᾱ , Λαΐης masc nom/voc/acc dual Λαΐᾱ , Λαΐης masc voc sg (attic) Λαΐᾱ , Λαΐης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαία — λαίᾱ , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc/acc dual (doric) λαίᾱ , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάια — Λάϊα , Λαΐης masc voc sg Λάϊα , Λαΐης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαία — λαία, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λεία … Dictionary of Greek
λαιά — και λεῑα και λέα, ἡ (Α) 1. στον πληθ. λαιαί λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων τού όρθιου ιστού 2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας] … Dictionary of Greek
λαιά — λαιός blue thrush neut nom/voc/acc pl λαιά̱ , λαιός blue thrush fem nom/voc/acc dual λαιά̱ , λαιός blue thrush fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιᾷ — λαιός blue thrush fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιάς — λαιά̱ς , λαιαί stones fem acc pl λαιά̱ς , λαιός blue thrush fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαίας — Λαΐᾱς , Λαΐης masc acc pl Λαΐᾱς , Λαΐης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Λαίς fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίας — λαίᾱς , λεία tool for smoothing stone fem acc pl (doric) λαίᾱς , λεία tool for smoothing stone fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιᾶι — λαιᾷ , λαιός blue thrush fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)