-
1 λίσχροι
λίσχροιplants which were ploughed into the ground: masc nom /voc pl -
2 λίσχροι
λίσχροι, οἱ,A = τὰ στροφικὰ τῶν σπερμάτων, i. e. plants which were ploughed into the ground, to serve for manure, as lupines in Italy, Hsch.II λίσχρος· φειδωλός, Suid. Adv. -ρῶς Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λίσχροι
-
3 στροφικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στροφικός
См. также в других словарях:
λίσχροι — plants which were ploughed into the ground masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσχρος — λίσχρος, ὁ (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «λίσχρος φειδωλός» 2. στον πληθ. οἱ λίσχροι φυτά τα οποία αναστρέφονται με το άροτρο από τους γεωργούς μέσα στη γη για να κάνουν το χώμα πλουσιότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με τη δεύτερη σημασία του… … Dictionary of Greek