Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λίσποι

См. также в других словарях:

  • λίσποι — smooth masc nom/voc pl λίσπος smooth masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπους — λίσποι smooth masc acc pl λίσπος smooth masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίσπος — και λίσφος η, ον (Α) 1. λείος, στιλβωμένος, γυαλισμένος 2. μικρός, ασήμαντος 3. λισπόπυγος* 4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ λίσπαι (στο λεξ. Σούδα και οἱ λίσποι) τα δύο τεμάχια αστραγάλου κομμένου στη μέση, από τα οποία έπαιρνε το ένα καθένας από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»