-
1 λιρά
λιρόςbold: neut nom /voc /acc plλιρά̱, λιρόςbold: fem nom /voc /acc dualλιρά̱, λιρόςbold: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 λίρα
[лира] ουσ. Θ. лираΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λίρα
-
3 λίρα
[лира] ουσ θ лира. -
4 Το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
• Чья бы корова мычала, а твоя бы молчала• Мели Емеля, твоя неделя• Не болтай чепухиИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος
-
5 лира
[λίρα] ουσ. θ. λίρα -
6 лира
[λίρα] ουσ θ λίρα -
7 лира
[λίρα] ουσ. θ. (μουσ.) λύρα -
8 лира
[λίρα] ουσ θ (μουσ) λύρα -
9 лира
-
10 фунт
-
11 фунт
фунтм1. уст. (единица веса) τό φούν-τι, τό πφούντ (=409,5 γραμ.)·2. (английская денежная единица) ἡ ἀγγλική λίρα, ἡ λίρα στερλίνα. -
12 λῑρός
-
13 фунт
1. (русская мера веса) το φούντι (παλαιό ρώσικο μέτρο βάρους που ισούται με 409,5 γραμμάρια) 2. (мера веса в странах с английской системой мер) η λίβρα, η λίτρα, η λίμπρα (αγγλικό μέτρο βάρους ισοδύναμο προς 453,6 γρ. και επί πολυτίμων μετάλλων ισούται προς 373,24 γρ.) 3 (денежная единица) η λίραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > фунт
-
14 лира
ли́ра I ж1. муз. ἡ λύρα·2. (созвеэ-оив) ἡ Λύρα (αστερισμός).ли́ра II ж1. (итальянская монета) ἡ λιρέττα·2. (турецкая монета) ἡ λίρα. -
15 стерлинг
стерлингм ἡ στερλίνα:фунт \стерлингов ἡ λίρα στερλίνα. -
16 μπογια(ν)τζής
ο, μπογια(ν)τζού η1) маляр (тж. перен. — о плохом художнике); 2) красильщик;§ τα μυαλά σου και μιά λίρα και τού μπογια(ν)τζή ο κόπανος — ты несёшь какую-то чепуху; — у тебя, наверное, не все дома
-
17 μπογια(ν)τζής
ο, μπογια(ν)τζού η1) маляр (тж. перен. — о плохом художнике); 2) красильщик;§ τα μυαλά σου και μιά λίρα και τού μπογια(ν)τζή ο κόπανος — ты несёшь какую-то чепуху; — у тебя, наверное, не все дома
-
18 ουρά
η1) хвост; 2) конец, край, кончик; 3) очередь; хвост (разг);κάθομαι στην ουρά — или κάνω ουρά — стоять в очереди;
§ βάζω την ουρά στα σκέλια — или μαζεύω την ουρά — поджать хвост;
σηκώνω την ουρά μου — задрать хвост;
κουνώ την ουρά μου — вилять хвостом (о собаке);
χώνω πόντου την ουρά μου — соваться во все дела, вмешиваться не в свои дела;
γίνομαι ( — или σέρνομαι στην) ουρά — а) следовать за кем-л. как собака; — б) плестись в хвосте;
κουνάει την ουρά της — мести хвостом (о женщине);
έχει κομμένη την ουρά του — он перестал задирать нос;
με ουρά — очень много, огромное количество;
ψέμματα με ουρά — чудовищная ложь;
λίρα ( — или παράς) με ουρά — денег до чёрта;
πίσω έχει η αχλάδα την ουρά — погов, цыплят по осени считают
-
19 pound
I noun1) ((also pound sterling: usually abbreviated to $L when written with a number) the standard unit of British currency, 100 (new) pence.) λίρα,στερλίνα2) ((usually abbreviated to lb(s) when written with a number) a measure of weight (0.454 kilograms).) λίβραII noun(an enclosure or pen into which stray animals are put: a dog-pound.) μάντραIII verb1) (to hit or strike heavily; to thump: He pounded at the door; The children were pounding on the piano.) κοπανώ2) (to walk or run heavily: He pounded down the road.) περπατώ/τρέχω με βαριά πατήματα3) (to break up (a substance) into powder or liquid: She pounded the dried herbs.) κοπανίζω -
20 ливр
-а α.παλαιά ασημένια λίρα Γαλλίας. || λίβρα.
См. также в других словарях:
λίρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 255 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΝΔ της Μονεμβασίας, 112 χλμ. ΝΑ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. * * * η 1. χρυσό νόμισμα με διαφορετική κατά… … Dictionary of Greek
λιρά — λιρός bold neut nom/voc/acc pl λιρά̱ , λιρός bold fem nom/voc/acc dual λιρά̱ , λιρός bold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίρα — η (λ. ιταλ.), νόμισμα διάφορων χωρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Livre chypriote — Pour les articles homonymes, voir Livre. Livre chypriote Ancienne unité monétaire Pays officiellement utilisateur(s) … Wikipédia en Français
Lire chypriote — Livre chypriote Pour les articles homonymes, voir Livre. Ancienne unité monétaire Livre chypriote … Wikipédia en Français
Livre Chypriote — Pour les articles homonymes, voir Livre. Ancienne unité monétaire Livre chypriote … Wikipédia en Français
Libra chipriota — † Κυπριακή λίρα en griego Kıbrıs lirası en turco 252px Antigua moneda de ½ Céntimo Código: CYP Ámbito … Wikipedia Español
Cypriot pound — Λίρα Κύπρου (Greek) Kıbrıs lirası (Turkish) … Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
La Fausse Livre d'or — Données clés Titre original Η κάλπικη λίρα (I kalpiki lira) Réalisation Yórgos Tzavéllas Scénario Yórgos Tzavéllas Sociétés de production … Wikipédia en Français
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek