-
81 θαμέες
Aθαμύς A.D.Adv.153.4
): fem.nom.and acc. θαμειαί, -άς (oxyt., Aristarch. ap. Hdn.Gr.2.22):—poet.Adj. used only in pl., crowded, close-set,ὀδὀντες.. ὑὸς θαμέες ἔχον Il.10.264
; ὀδόντες πυκνοὶ καὶ θ. Od.12.92;θαμέες γὰρ ἄκοντες.. ἀΐσσουσι Il.11.552
, 17.661;ἴκρια.. ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι Od.5.252
; πυραί, λίθοι θ., Il.1.52, 12.287; frequent, , Al. 581 (in [comp] Comp. θαμειότερος): [comp] Comp.θαμύντερος Hsch.
Adv. θαμέως,= θαμά, Alc.Supp.25.5 (dub.), Hp.Superf.25, Max.600. -
82 θεμέλιος
θεμέλῐ-ος, ον,A of or for the foundation, ;οἰκόπεδα D.S.5.66
: abs., θεμέλιος (sc. λίθος), ὁ, foundation-stone, Arist.Ph. 237b13, Metaph. 1013a5: metaph., τῆς τέχνης θ. Macho ap.Ath.8.346a;θ. ἀγνοίας Ph.1.266
; οἱ θ. ἐκ παντοίων λίθων ὑπόκεινται the foundations, Th.1.93;τοὺς θ. ἐκ τῶν λίθων οἰκοδομεῖσθαι Arist.PA 668a19
: metaph., προλιπεῖντοὺς προγονικοὺς θ. SIG888.70(Scaptopara, iii A.D.): also neut. (s.v.l.),PPetr.3p.121 (iii B.C.), al.: pl., τὰ θ.Arist.Ph. 200a4, PCair.Zen.176.71 (iii B.C.),al., Paus.8.32.1: metaph., τὰ ὑποβληθέντα θ., of the foundations of the world, Epicur.Ep.2p.38U.: gender indeterminate, μὴ ὑποκειμένων.. θ. X.Eq.1.2; ἐκ τῶν θ. from the foundations, Th.3.68 (also sg.,ἐνέπρησαν [οἰκίαν] ἐκ θεμελίου BGU 909.17
(iv A.D.)): metaph.,ἐκθ. ἐσφαλμένοι Plb.5.93.2
, etc.;ἄρδην καὶ ἐκ θ. ἀπόλλυσθαι Hdn.8.3.2
; also ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχος ἐκ θεμελείων (sic) Supp.Epigr.2.480(Kuban, iv A.D.).II θεμέλια, τά, buildingsites, Ptol.Tetr. 174, cf. Vett.Val.82.24,al.III Subst., the fourth τόπος,= ἀντιμεσουράνημα, Herm.Trism. in Cat.Cod.Astr.8(3).101, cf. 8(4).241.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεμέλιος
-
83 καμηλικός
A of or for a camel, (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8
(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμηλικός
-
84 καταζυγίς
II as Adj., λίθοι κ. connecting stones, PCair.Zen.499.21 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταζυγίς
-
85 κατεσθίω
κατεσθίω, poet. and later [suff] κατερῡκ-έσθω APl.4.240 (Phil.), Ev.Marc.12.40, Dialex.2.14 ([voice] Pass., 1.5, PMag.Lond.46.279 (iv A.D.)): [tense] fut.Aκατέδομαι Il.22.89
, Od.21.363, Ar.Av. 588: [tense] aor. κατέφαγον (v. καταφαγεῖν): [tense] pf.κατεδήδοκα Id.V. 838
, Pax 386, etc.; part.κατὰ.. ἐδηδώς Il.17.542
:—[voice] Pass., [tense] pf.κατεδήδεσμαι Pl.Phd. 11o
e, Antiph.161.3: [tense] aor.κατηδέσθην Pl.Com.35
:—eat up, devour, in Hom. freq. of animals of prey,λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς Il.17.542
; of a serpent, [νεοσσοὺς] κατήσθιε 2.314
, cf. Od.12.256; of a dolphin,κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Il.21.24
; also of men,οἳ κατὰ βοῦς.. ἤσθιον Od.1.8
; τοὺςγονέας Hdt.3.38
, cf. 8.115, E.Cyc. 341; [τυρὸν] αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κ. Ar.Ra. 560
; κατεδηδόκασι τὰ λάχαν' Alex.15.12: c. gen. partit.,κ. πολλῶν πουλύπων Amips.6
.2 eat up, devour one's substance, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα, Ar.Eq. 258, Antiph.239;τὰ ὄντα D.38.27
;πατρῴαν οὐσίαν Anaxipp.1.32
.3 corrode, [ῥεύματα] κ. γνάθους Hp.VM19
; λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Pl.l.c., cf. Dialex.1.5 ([voice] Pass.); of the wind,κ. τὰ ἄνθη Thphr.CP2.7.5
:—[voice] Pass., to be gnawed, ib.5.17.7.5 κ. ἑαυτόν, metaph., of remorse, Lib.Or.29.32, Ep. 256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεσθίω
-
86 κάτοχος
A holding down,γῆ Tab.Defix.101.1
(iv B.C.); κ. λίθοι, of sepulchral stones, Hsch.; κ. alone, tombstone, IG3.1425a; also, οἰκουμένης κ., of ocean, Secund.Sent.2.2 holding fast, ;δεσμοί Plu.2.321d
; φάρμακα κ. τῶν ἐμβρύων drugs which prevent miscarriage, Aët. 16.21; retentive, of memory, Plu. Cat.Mi.1; secure,κτῆσις κ. καὶ βέβαιος D.H.Isoc.9
.3 possessing, inspiring,Μοῦσα Asp.
ap. Ath.5.219d; in magic, inhibiting,Ἑρμῆς Tab.Defix.89.2
(iv B.C.), al.II [voice] Pass., kept down, held fast,κάτοχ' ἀμαυροῦσθαι σκότῳ A.Pers. 223
(troch.); overpowered, overcome, (anap.); subject, (lyr.).2 possessed, inspired,δαίμονί τινι Arist.Mir. 846b24
;τῷ Σαβαζίῳ Iamb.Myst. 3.9
;ἐκ θεοῦ Plu.Rom.19
, etc.;ἐκ τοῦ θείου Arr.An.4.13.5
;ἐκ Μουσῶν Luc.Hist.Conscr.8
;ἐξ Ἄρεως Polyaen.1.20
;ἐκ πυξίου Luc.Ind. 15
;στροφὴν ὁλοσώματον ὥσπερ οἱ κ. δινεύοντες Hld.4.17
, cf. 8.11, 10.9; also perh. of cloistered worshippers, recluses,οἱ κ. οὐρανίου Διός OGI262.25
(Baetocaece, iii A.D.), cf. CIG4475 (ibid., iii A.D.): abs., Cleanth.Stoic.1.123; ἐν ἱεροῖς κ. Vett. Val.73.24.b suffering from catalepsy, Id.9.189.2 bandage, Gal.18(1).785.3 inhibitory spell, PMag.Par.1.1052, 2.162, Tab.Defix.Aud.187.55.4 pl., processes on the second cervical vertebra, Poll.2.132.IV Adv. κατόχως retentively, of the memory, Hermipp.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάτοχος
-
87 κατῶρυξ
A dug out, quarried, ἀγορὴ.. λάεσσι κατωρυχέεσσ' ἀραρυῖα (as if from κατωρυχής) Od.6.267, cf. 9.185;λίθοι κ. Poll.7.123
; τὴν κατώρυγα (sic) θεμελίωσιν foundation of quarried stone, Ph.Byz.Mir.6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατῶρυξ
-
88 κογχυλιώδης
κογχῠλ-ιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κογχυλιώδης
-
89 κρηπιδιαῖος
A belonging to a substructure or foundation, [ λίθοι] ib.12.313.90, cf. Rev.Phil.50.67 (Didyma, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρηπιδιαῖος
-
90 κρύσταλλος
A ice, Il.22.152, Od.14.477, Hdt. 4.28, S.Fr. 149;κρύσταλλος ἐπεπήγει οὐ βέβαιος Th.3.23
; ὁ παῖς τὸν κρύσταλλον prov., of persons who cannot keep a thing, but do not wish to let it go, Zen.5.58.2 = νάρκη, numbness, torpor, Opp.H. 3.155.II rock-crystal, D.P.781, Str.15.1.67, Ael.NA15.8, etc.: also fem., AP9.753 (Claudian.): as Adj.,οἱ κ. λίθοι D.S.2.52
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρύσταλλος
-
91 λαχανοκοπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαχανοκοπικός
-
92 λιχάς
-
93 λογάς
A picked, chosen, mostly in pl. of picked men,λ. νεηνίαι Hdt.1.36
,43, E.Hec. 544, etc.;τριηκόσιοι Σπαρτιητέων λ. Hdt.8.124
;λ. Περσέων τοὺς ἀρίστους χιλίους Id.9.63
;Ἀργείων οἱ χίλιοι λ. Th.5.67
;στρατηγῶν λογάδες E.Andr. 324
; of cattle, PStrassb.24.32 (ii A. D.); φωναὶ λογάδες chosen phrases, Phot.Bibl. p.491 B.: with collect.Nouns,στρατιὴ λ. ἡμιθέων AP15.51
(Arch.).2 λ. λίθοι unhewn stones, taken just as they were picked, Paus.7.22.5; cf.λογάδην, λέγω B. 1
, λιθολόγος.------------------------------------A whites of the eyes, Sophr.49, Call.Fr. 132, Nic.Th. 292 (sg., Poll.2.70): generally, eyes, AP5.269 (Paul. Sil.). -
94 λωφάω
2 c. gen. (cf. καταλωφάω), take rest or abate from, recover from, χόλου, πόθου, A.Pr. 378, 654;πόνου S.Aj.61
;τῆς ὀδύνης Pl.Phdr. 251
c;φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν Id.R. 620c
; soλ. ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12
.4 abate, of pain, Hp.Int.49; of a disease, Th.2.49, Pl.Lg. 854c; of misfortunes, Th.7.77; of wind, Arist.Mete. 362a7; of the sea, Id.Pr. 934b15;ὅταν λωφήσωσιν οἱ λίθοι X.An.4.7.6
.II trans., lighten, relieve,ὁ λωφήσων γὰρ οὐ πέφυκέ πω A.Pr.27
: c. gen., ἀχέων λωφήσετε θυμόν relieve your mind from pains, Emp.145.2. -
95 μελίχρυσος
μελίχρῡσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελίχρυσος
-
96 μέτρημα
A measured distance, E. Ion 1138; measurement,λίθοι.. ὧν μ. στερεὸν πόδες ἑπτακόσιοι Supp.Epigr.4.446.11
(Didyma, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτρημα
-
97 μηλοβαφής
μηλο-βᾰφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοβαφής
-
98 μηλοκοπικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοκοπικός
-
99 μνααῖος
A of the weight of aμνᾶ, λίθοι X.Eq.4.4
, Eq.Mag.1.16, v.l. in D.S.19.109; on which a mina is staked,τρῆμα Amips.20
:— also [full] μνᾱϊαῖος, α, ον, Arist.Cael. 311b4, Ph.Bel.69.12,al., Plb.13.2.3, D.S. l.c.: written [full] μνᾱγιαῖος, PLond.ined. 2199 (iv A. D.); μναϊαῖον, τό, = μνᾶ, POxy.265.18 (i A. D.); μ. [δίκαι] suits where a mina is at stake, IG9(1).333.12 ([dialect] Locr.):—also [full] μναϊεῖον, τό, gold coin worth a mina of silver, PCair.Zen.22.1,13 (iii B. C.), PLille15.1 (iii B. C.), UPZ 121.10 (ii B. C.): written [suff] μιτρ-ϊῆον, BGU 1532 (Ptol.), POxy.259.17 (i A. D.): for [full] μναῖαι (folld. by αἱ ) and [full] μναίας, Arist.HA 547a9, Gal.6.605, μναϊαῖαι, μναϊαίας shd. perh. be read.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μνααῖος
-
100 οἰνώδης
οἰν-ώδης, ες,A of the nature or flavour of wine, ; ; of wines, containing more or less vinous strength, Hp. Acut.37, cf. Mul.1.52 ;οἰ. καρποί Thphr.CP6.14.4
; of grapes in general, Gal.6.578 ;ὀπῶραι Id.9.249
;ἀναπνέων οἰνῶδες Philostr.Her. 2.8
; wine-coloured,λίθοι Luc.Syr.D.32
, cf. Aret.SD2.9. -ών, ῶνος, ὁ, wine-cellar, X.HG6.2.6, IG22.1013.9, PSI4.396.5 (iii B. C.) ; wine-shop, Timae.60, cf. Gp.7.7.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰνώδης
См. также в других словарях:
Λίθοι βοήσουσι. — λίθοι βοήσουσι. См. Камение возопиет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek
λιθοῖ — λιθάω pres opt act 3rd sg (attic epic doric ionic) λιθόομαι pres ind mp 2nd sg λιθόομαι pres opt act 3rd sg λιθόομαι pres ind act 3rd sg λιθόω to be petrified pres ind mp 2nd sg λιθόω to be petrified pres opt act 3rd sg λιθόω to be petrified pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίθοι — λίθος stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπολύτιμοι λίθοι — Βλ. λ.λίθοι πολύτιμοι … Dictionary of Greek
λιθιάσεις — Παθολογικές καταστάσεις που προκαλούνται σε διάφορα όργανα του ανθρώπινου σώματος εξαιτίας της παρουσίας λίθων. Οι λίθοι (πέτρες) είναι στερεά σώματα, τα οποία σχηματίζονται στους εκφορητικούς πόρους των αδένων ή σε κοίλα όργανα εξαιτίας… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
μορένες ή λιθώνες — Υλικά πετρωμάτων που μεταφέρθηκαν και αποτέθηκαν από τους παγετώνες και δημιούργησαν τα μορενικά ή λιθωνικά αποθέματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα μορενικά υλικά (ετερογενή ως προς τις διαστάσεις και τη λιθολογική τους σύσταση) προέρχονται… … Dictionary of Greek
λογάς — (I) λογάς, ἡ (Α) συν. στον πληθ. αἱ λογάδες 1. το λευκό τών οφθαλμών 2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια 3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες… … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
LAPIS — I. LAPIS Cretensium Rex. II. LAPIS Iuppiter dictus est, secundum Festum, a lapide silice, quem in sanciendis foederibus tenentes, sic iurabant: Si sciens fallam, ita me Diespiter, salvâ urbe arceque bonis eicitat, ut ego hunc lapidem. Vel a… … Hofmann J. Lexicon universale