-
1 κατεδηδοκα
pf. к κατεσθίω См. κατεσθιω -
2 κατεδηδόκασι
κατεδηδόκᾱσι, κατεσθίωeat up: perf ind act 3rd pl -
3 κατεδηδόκασιν
κατεδηδόκᾱσιν, κατεσθίωeat up: perf ind act 3rd pl -
4 κατεδω
эп. κατεσθίω (fut. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι)1) съедать, пожирать(φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.)
2) проедать, истреблять(οἶκον, κτῆσιν Hom.)
3) перен. снедать, глодать, терзатьὃν θυμὸν κατέδων Hom. — терзаясь душой
-
5 κατεσθιω
эп. (fut. κατέδομαι, aor. 2 κατέφαγον, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pf. pass. κατεδήδεσμαι)1) съедать, пожирать(τοὺς τετριγῶτας νεοσσούς, ταῦρον, βοῦς Hom.; τὰ φύλλα Her.; ὑπ΄ ὄφεων κατεδηδεσμένος Arst.)
ὠμὸν κ. τινά Xen. — съесть живьем, т.е. полностью уничтожить кого-л.2) перен. пожирать, истреблять, расточать(τὰ κοινά, τὰ πατρῷα Arph.; τὰ ὄντα Dem.; τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν NT.)
3) разъедать4) терзать(ὅ ζῆλος κατέφαγέ - v. l. καταφάγεταί - με NT.). - см. тж. κατέδω
-
6 κατεσθίω
κατεσθίω, poet. and later [suff] κατερῡκ-έσθω APl.4.240 (Phil.), Ev.Marc.12.40, Dialex.2.14 ([voice] Pass., 1.5, PMag.Lond.46.279 (iv A.D.)): [tense] fut.Aκατέδομαι Il.22.89
, Od.21.363, Ar.Av. 588: [tense] aor. κατέφαγον (v. καταφαγεῖν): [tense] pf.κατεδήδοκα Id.V. 838
, Pax 386, etc.; part.κατὰ.. ἐδηδώς Il.17.542
:—[voice] Pass., [tense] pf.κατεδήδεσμαι Pl.Phd. 11o
e, Antiph.161.3: [tense] aor.κατηδέσθην Pl.Com.35
:—eat up, devour, in Hom. freq. of animals of prey,λέων κατὰ ταῦρον ἐδηδώς Il.17.542
; of a serpent, [νεοσσοὺς] κατήσθιε 2.314
, cf. Od.12.256; of a dolphin,κατεσθίει ὅν κε λάβῃσιν Il.21.24
; also of men,οἳ κατὰ βοῦς.. ἤσθιον Od.1.8
; τοὺςγονέας Hdt.3.38
, cf. 8.115, E.Cyc. 341; [τυρὸν] αὐτοῖς τοῖς ταλάροις κ. Ar.Ra. 560
; κατεδηδόκασι τὰ λάχαν' Alex.15.12: c. gen. partit.,κ. πολλῶν πουλύπων Amips.6
.2 eat up, devour one's substance, τὰ κοινά, τὰ πατρῷα, Ar.Eq. 258, Antiph.239;τὰ ὄντα D.38.27
;πατρῴαν οὐσίαν Anaxipp.1.32
.3 corrode, [ῥεύματα] κ. γνάθους Hp.VM19
; λίθοι κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος Pl.l.c., cf. Dialex.1.5 ([voice] Pass.); of the wind,κ. τὰ ἄνθη Thphr.CP2.7.5
:—[voice] Pass., to be gnawed, ib.5.17.7.5 κ. ἑαυτόν, metaph., of remorse, Lib.Or.29.32, Ep. 256.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατεσθίω
См. также в других словарях:
κατεδηδόκασι — κατεδηδόκᾱσι , κατεσθίω eat up perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεδηδόκασιν — κατεδηδόκᾱσιν , κατεσθίω eat up perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)