-
1 λίγ'
λίγα, λίγαin loud: indeclform (adverb) -
2 λίγα
A in loud, clear tone,ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il.19.284
, cf. Od.8.527; λίγ' ἄειδεν in clear, sweet tone, 10.254, cf. Alcm.59, Thgn.939;ζεφύρου λ. κινυμένοιο A.R. 4.837
. -
3 λιγαίνω
A cry out with a loud, clear voice, of heralds, Il.11.685; of mourners, A.Th. 874 (lyr.); of shepherds, Mosch.3.81; also φόρμιγγι, σύριγγι λ., produce clear sounds on.., play on.., A.R.1.740, AP9.363.7 (Mel.): c.acc.cogn.,μέλος λ. Bion 2.1
, cf. Mosch.3.120; [οὐκ] ᾤετο δεῖν τὸν ἐν δικαστηρίοις λόγον κωτίλλειν καὶ λιγαίνειν D.H.Dem.44
:—[voice] Med., Arat.1007:—[voice] Pass., of a person, to be madeλιγύς, Ὁμήρῳ ὑπὸ Καλλιόπης λιγαινομένῳ Max.Tyr.3.8
.II trans., sing of, AP9.197 (Marin.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιγαίνω
-
4 λίγδην
Grammatical information: adv.Meaning: `superficially touching, grazing' (χ 278), ἐπιλίγδην `id.' (P 599), cf. Haas Μνήμης χάριν 1, 141.Derivatives: λίγδος m. `mortar' (Nic., also S. Fr. 35?), `earthenware form, funnel, clay mould v. t.' (Poll., Ael. Dion., H.), `lye' (Eust.), λίγδα ἡ ἀκόνη, καὶ ἡ κονία H. - Denomin. verb λιγδεύει ἀπηθεῖ H.Origin: IE [Indo-European]X [probably]Etymology: With λίγδα cf. ἄρδᾰ, ἔπιβδᾰ and Solmsen Wortforsch. 269. The suffixal agreement between the adv. λίγ-δην and the subst. λίγ-δος, - δα is not accidental (cf. Chantraine Form. 360); priority is of the adverb. Note further the phonetic similarity between λίγδος, of which the semantic connection with λίγδην is not immediately clear ("Reibstein [rubbing stone]" Prellwitz), and the synonymous ἴγδις, s. v. - As basis Eust. 1926, 37 assumes a further unattested verb λίζω (formed ad hoc? (" ὡς ἀπὸ τοῦ λίζειν, λέξεως ὠνοματοπεποιημένης"); from Celtic and Germanic a verb is adduced with the original meaning `smear, glide etc.': OIr. ( fo)sligim `smear', also `beat' (from *'brush'), OHG slīhhan ' schlei-chen' (= `go gliding'); further several nouns, e.g. OIr. slige `comb', OWNo. slīkr `smooth', slīkisteinn `rubbing stone'; also from Slavic, e.g. Russ. slízkij `slippery, slimy'. - More forms in WP. 2, 390f., Pok. 663f., W.-Hofmann s. līma, Vasmer Wb. 2, 661. Cf. λισσός.Page in Frisk: 2,121Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λίγδην
-
5 κωκύω
κωκύω, heulen, schreien, wehklagen; ἀμφ' αὐτῷ χυμένη λίγ' ἐκώκυε Il. 19, 284, vgl. Od. 8, 527; μάλα μέγα Il. 22, 407; καὶ κλαίω Od. 19, 541, öfter; c. accus., beweinen, εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ' ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν Aesch. Ag. 1286; τοῦτον μήτε κτερίζειν μήτε κωκῠσαί τινα Soph. Ant. 204, vgl. 1288; Ar. μακρὰ κωκύσεσϑε, Lys. 1222; Ran. 34; sp. D., ὀξὺ κωκύουσα Bion. 1, 23; auch in späterer Prosa, Luc. D. Mort. 10, 12 Tex. 15, Plut. – [Υ im praes. u. impf. bei Hom. kurz, wird erst Ar. Lys. 648 in κωκύοι, Alc. Hess. 19 (VII, 412) in κωκύεται, Bion. 1, 23 in κωκύουσα, und zuweilen bei Qu. Sm. lang; vgl. Spitzner vers. her. p. 256.]
-
6 λιγύς
1 shrill, clear-soundingἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν O. 9.47
λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ (λίγ Π.) Pae. 14.32 -
7 οἶος
1 rel.,a c. antecedent, such asεὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει P. 1.49
γένοἰ οἷος ἐσσὶ μαθών P. 2.72
Χίρωνα· οἷος ἐὼν θρέψεν ποτὲ τέκτονα P. 3.5
ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν τέκτονες οἷα σοφοὶ ἅρμοσαν P. 3.113
προγόνων· οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
( ἔρωτες)οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.6
b without antecedent: n. pl. nom., acc., such as, (as) whenἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, οἷα παίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.16
ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας, οἷα Συρακοσίων ἀρχῷ δαμασθέντες πάθον P. 1.73
οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται ἔνδοθεν, οἷα ψιθύρων παλάμαις ἕπετ αἰεὶ βροτῷ P. 2.75
ἰαχὰν ὑμεναίων, ἅλικες οἷα παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς P. 3.18
ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἷα καὶ πολλὰ πάθον P. 3.20
λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις, οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς, καὶ λιθίνοις ὁπότ ἐν δίσκοις ἵεν (constr. dub.: θαυμαστικῶς expll. Σ.) I. 1.24 Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο, ο ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται (Reinach: οἷος codd., def. Galavotti RFIC, 1962, 41) *fr. 107a. 4.*c introducing comparisons, likeἀγωνίας δ' ἕρκος οἷον, σθένος P. 5.113
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ (sc. εἰσί) I. 9.62 exclamatory.οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶνα O. 9.89
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι, οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται κορυφαῖς P. 1.27
“θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον, οἷον ἀταρβεῖ νεῖκος ἄγει κεφαλᾷ” P. 9.31 οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι (Didymus: οἷον Aristarchus) N. 4.93ἀνὰ δ' ἄγαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων I. 6.62
n. pl. pro adv., ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων fr. 182. [ οἷα τειχίζωμεν ἤδη ποικίλον κόσμον (codd. vulgo: εἶα unus cod. ante corr.) fr. 194. 2.]3 introducing indir. quest.ἦ κεν ἀμνάσειεν οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις παρέμειν P. 1.47
γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵαις εἰμὲν αἴσας P. 3.60
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει, οἷον εὖρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι γάμον P. 9.113
ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2. 6.4 fragg. ]ι οἷά ποτε Θήβᾳ[ Pae. 18.8
]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8.------------------------------------1 aloneοἶος ἐν ὄρφνᾳ ἄπυεν O. 1.71
ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει P. 1.93
ἀλλ' οἶος ἄπλατον κεράιζε θεῶν Τυφῶνα Ζεὺς fr. 93. ] αν ὀιοσου[ P. Oxy. 2445. fr. 7. -
8 ὄχημα
ὄχημα (cf. ὄχος, ἀπήνα.)1 mulecart ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 7. met., (cf. ἅρμα) ἐρατᾶν ὄχημ' ἀοιδᾶν τοῦτό τοι πέμπω μεταδόρπιον fr. 124. 1. ]οἷον [ὄ]χημα λιγ[υ fr. 140b. 8. -
9 пощебетать
ρ.σ.βλ. щебетать (λίγ,ο). -
10 κωκύω
Aἐκώκῡσα S.Ant.28
; [dialect] Ep.κώκυσα Il.18.37
:—[voice] Med., AP7.412 (Alc. Mess.):—shriek, wail, in [dialect] Ep. and Trag. always of women, Il.18.37, Od.2.361, etc.;κλαῖον καὶ ἐκώκῠον 19.541
: freq. with Adv.,λίγ' ὲκώκῠε Il.19.284
, cf. Od.4.259, etc.; ὀξὺ δὲ κωκύσασα (opp. βαρὺ στενάχων, of the man) Il.18.71;κώκῡσεν δὲ μάλα μέγα 22.407
: also in late Prose, Plu.2.357c, etc.; even of men, Luc.DMort.21.1, Longus 2.21; and so Ar., as an execration,μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Ra.34
; .2 c. acc., lament or shriek over one dead, also prop. of women,κώκυσ' ἐν λεχέεσσιν ἑὸν πόσιν Od.24.295
;ἐμὴν μοῖραν κ. A.Ag. 1313
, cf. S.Ant.28, al.: Com., of men,κωκύσεσθε τὰς τρίχας μακρά Ar.Lys. 1222
: also in late Prose, as Porph.Abst.4.9, etc. (Cf. Skt. káuti 'cry' (intens. kokūyatē), Lith. kaũkli 'shriek', etc.) [[pron. full] ῠ in Hom. before a vowel, [pron. full] ῡ before a conson. (v. supr.): later [pron. full] ῡ sts. before a vowel,κωκῡοι Ar.Ec.
l.c., κωκῡουσα Bion 1.23, Q.S.3.779, κωκῡεσκε ib. 460.] -
11 *λίσγος
*λίσγοςGrammatical information: adj.Meaning: only dimin. λισγάριον `spade, mattock' (sch. Theoc. 4, 10, Suid. s. σκαφείδιον), NGr. λισγάρι.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unexplained. Several hypotheses: from *λίγ-σκος to Lat. ligō `mattock' (Prellwitz1); from *λίδ-σκος (Prellwitz2) or *λίδ-γος (Specht KZ 66, 220) to λίστρον (s. v.). Fur. 294 objects to a suffix - σκ-, referring to Schwyzer 541. So rather Pre-Greek.Page in Frisk: 2,129Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > *λίσγος
См. также в других словарях:
λίγ' — λίγα , λίγα in loud indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… … Dictionary of Greek
-άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) … Dictionary of Greek
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
καμποσάκι — επίρρ. καθόλου («μη βαρεθείς τη στράτα καμποσάκι», Βοσκοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. κάμποσο + υποκορ. κατάλ. άκι, πρβλ. λίγο > λιγ άκι] … Dictionary of Greek
κωκύω — (Α) (κυρίως για γυναίκες) 1. κλαίω δυνατά, θρηνώ («ἀμφ αύτῷ χυμένη λίγ ἐκώκυε», Ομ. Ιλ.) 2. μοιρολογώ νεκρό με δυνατές φωνές («ἀλλ εἶμι κἀν θανοῡσι κωκύσουσ ἐμὴν Ἀγαμέμνονός τε μοῑραν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυ κύ ω, με ανομοίωση το ρ.… … Dictionary of Greek
λιγυρός — ά, ό, θηλ. και ή (Α λιγυρός, ά, όν, θηλ. και λιγυρή και λιγουρά) 1. αυτός που έχει ήχο οξύ και ευκρινή («παίει λιγυρᾷ μάστιγι», Σοφ.) 2. μελωδικός, εύηχος (α. «θερινόν τε καὶ λιγυρὸν ὑπηχεῑ τῷ τῶν τεττίγων χορῷ», Πλάτ. β. «τὸν μὲν ἐγὼ Μούσαις...… … Dictionary of Greek
λιμουριάζω — (M) 1. πεινώ πολύ, πεθαίνω τής πείνας 2. επιθυμώ κάτι πολύ, ορέγομαι κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιωμ. λ. λιμούρα < λιμός + κατάλ. ούρα (πρβλ. λιγ ούρα, χασ ούρα)] … Dictionary of Greek
σμινύη — ή Α δικέλλι, τσάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *smei «σμιλεύω» και εμφανίζει επίθημα νυ (πρβλ. λιγ νύ ς) και κατάλ. η / ᾱ (πρβλ. οστρύ η, σιπύ η). Το ι τού τ. σμινύη είναι βραχύ, γεγονός που διευκολύνει την αναγωγή τής λ … Dictionary of Greek
χέω — και χεύω και επικ. τ. χείω ΜΑ (σχετικά με ρευστό) χύνω, αφήνω να ρεύσει, να τρέξει προς τα κάτω (μσν. αρχ.) (το μέσ.) χέομαι α) (για ένδυμα) πέφτω σχηματίζοντας πτυχές β) (για τον λόγο τού Θεού) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι («τοῡ σωτηρίου λόγου… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek