Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

λίαζον

См. также в других словарях:

  • λίαζον — λιάζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λιάζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»