-
1 λεσχάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχάζω
-
2 λεσχαίνω
λεσχ-αίνω, = foreg., -Aουσά τε καὶ ἀκούουσα καλά Perict.
ap. Stob.4.28.19, cf. Call. Fr. 98b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχαίνω
-
3 λεσχαῖος
λεσχ-αῖος· ἐξηγητής, ὁμιλητής, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχαῖος
-
4 λέσχη
2 lounging place, resort of idlers or beggars,οὐδ' ἐθέλεις εὕδειν χαλκήϊον ἐς δόμον ἐλθὼν ἠέ που ἐς λέσχην Od.18.329
; , cf. 501; κατίζων ἐν ταῖς λ. τῶν γερόντων Ps.- Hdt.Vit.Hom.12.3 later, public building or hall, used as a lounge or meeting-place, esp. at Sparta and in other Doric cities, Cratin.164 (pl.), cf. Paus.3.14.2, Plu.Lyc.16, 24 (pl.); also in Attica, IG12.888, 2.1055.23, Procl.ad Hes.Op. 491; at Delphi, hall adorned with paintings by Polygnotus, Luc.Im.7, Paus.10.25.1; at Cnidus, council-chamber, Plu.2.412d, cf. 298d; of the council of the Olympian gods, Ζεὺς ἇς λέσχας ἀπηξιώσατο (sc. τὰς Ἐρινῦς) A.Eu. 366 (lyr.); also σύγκλητον τήνδε γερόντων λ. this specially summoned council, S.Ant. 161 (anap.).II talk or gossip, such as went on in the λέσχαι (cf. λεσχηνεύω, etc.),μακραὶ λ. E.Hipp. 384
, cf. IA 1001 (pl.), Epicr.11.32 (pl., anap.), LXX Pr.23.29 (pl.), AP13.6 (Phal.); in bad sense, malicious gossip, scandal, Vett. Val.in Cat.Cod.Astr.8(1).165 (pl.); also in good sense, conversation, discussion,γενομένης λ., ὃς γένοιτο.. ἄριστος Hdt.9.71
;ἐκ λόγων ἄλλων ἀπικέσθαι ἐς λ. περὶ τοῦ Νείλου Id.2.32
; λόγον εἴ τιν' οἴσεις πρὸς ἐμὰν λ. if thou hast aught to discuss with me, S.OC 167 (lyr.);αἶσαν λέσχης οἶνος ἔχειν ἐθέλει Call. Aet.1.1.16
;ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν Id.Epigr.2.3
; λύω λέσχας, 'cut the cackle', prov. for breaking off discussion and setting to work in earnest, Pl.Com.223. -
5 λέσχημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέσχημα
-
6 λεσχημονεύομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεσχημονεύομαι
-
7 λεσχήν
См. также в других словарях:
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
τεύχημα — τὸ, Α κατασκεύασμα, δημιούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί είτε < τεῦχος + κατάλ. ημα (πρβλ. λέσχη: λέσχ ημα) είτε < αμάρτυρο ρ. *τευχῶ (πρβλ. παρακμ. τετευχῆσθαι)] … Dictionary of Greek
τηλαύγημα — τὸ, Α 1. στιλπνό σημείο στο δέρμα, σύμπτωμα τής λέπρας («ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῡ ἕλκους ἐστί», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τηλαύγημα, ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῡ σώματος ἐπιφανείᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής +… … Dictionary of Greek
χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] … Dictionary of Greek