Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λέσχ-η

См. также в других словарях:

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • τεύχημα — τὸ, Α κατασκεύασμα, δημιούργημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί είτε < τεῦχος + κατάλ. ημα (πρβλ. λέσχη: λέσχ ημα) είτε < αμάρτυρο ρ. *τευχῶ (πρβλ. παρακμ. τετευχῆσθαι)] …   Dictionary of Greek

  • τηλαύγημα — τὸ, Α 1. στιλπνό σημείο στο δέρμα, σύμπτωμα τής λέπρας («ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῡ ἕλκους ἐστί», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τηλαύγημα, ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῡ σώματος ἐπιφανείᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής +… …   Dictionary of Greek

  • χοιρίημα — Α (κατά τον Ησύχ.) «χοιρίδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. ί ημα, κατά το ἐριφ ί ημα: ἐρίφιον (για ανάλογους τ. επεκταμένους με κατάλ. ημα, πρβλ. λέσχ ημα: λέσχη, προβάτ ημα: πρόβατον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»