-
1 λεπαργος
-
2 λέπαργος
λέπαργοςwith white coat: masc /fem nom sg -
3 λέπαργος
II as Subst., λ., ὁ, of an ass, Nic.Th. 349.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λέπαργος
-
4 λέπαργος
λέπ-αργος, mit weißem Fell, weißgrau; vom Esel; auch vom Schnee -
5 λεπάργου
λέπαργοςwith white coat: masc /fem /neut gen sg -
6 λέπαργε
λέπαργοςwith white coat: masc /fem voc sg -
7 λέπαργοι
λέπαργοςwith white coat: masc /fem nom /voc pl -
8 λεπάργω
-
9 λεπάργῳ
-
10 σίττα
σίττᾰ, a cry of drovers to urge on or guide their flocks (Hsch.),A st!σίττα, νέμεσθε Theoc.8.69
;σίτθ', ὁ λέπαργος Id.4.45
; when ἀπό follows, to drive them off, οὐκ ἀπὸ τᾶς κράνας σίττ', ἀμνίδες; Id.5.3; σίττ' ἀπὸ τᾶς κοτίνω ib. 100; when πρός follows, to lead them on,σίτθ', ἁ Κυμαίθα, ποτὶ τὸν λόφον Id.4.46
: cf. ψίττα, ψύττα.
См. также в других словарях:
λέπαργος — λέπαργος, ον (Α) 1. αυτός που έχει λευκό δέρμα ή λευκά φτερά («λέπαργος κίρκος», Αισχύλ.) 2. αυτός που έχει λευκή κοιλιά ή λευκά πλευρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπος + ἀργός «στιλπνός, λευκός» (πρβλ. κνήμ αργος, πύγ αργος)] … Dictionary of Greek
λέπαργος — with white coat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάργου — λέπαργος with white coat masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπάργῳ — λέπαργος with white coat masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαργε — λέπαργος with white coat masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέπαργοι — λέπαργος with white coat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek