Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

λέμβους

См. также в других словарях:

  • λέμβους — λέμβος cock boat masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεμβόζευκτος — η, ο 1. (για γέφυρα) αυτή που έχει στερεωθεί πάνω σε λέμβους 2. (για ποταμό, πορθμό κ.λπ.) αυτός τού οποίου οι απέναντι όχθες έχουν ζευχθεί με λέμβους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + ζευκτός (< ζεύγνυμι «συνάπτω»). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 σε… …   Dictionary of Greek

  • Ντασούρ — Τοποθεσία που απέχει λίγα χιλιόμετρα από το Κάιρο, όπου υπάρχει φαραωνική πυραμίδα, από τις αρχαιότερες του είδους. Το Ν. είναι κυρίως γνωστό για τις λέμβους που βρέθηκαν εκεί από τον Γάλλο αρχαιολόγο Ζ. Μοργκάν, άριστα διατηρημένες. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • ακυβέρνητος — η, ο (Α ἀκυβέρνητος, ov) 1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο 2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγό νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση 2. αυτός που δεν μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • δεκαεξάκωπος — η, ο (για λέμβους) με δεκαέξι κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + κωπος < κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξάκωπος — η, ο (για λέμβους) αυτός που κινείται με έξι κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κώπη «κουπί». Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος] …   Dictionary of Greek

  • επισκευάζω — (AM ἐπισκευάζω) [σκευή] επαναφέρω κάτι σε καλή κατάσταση, διορθώνω αρχ. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («τὸ δεῑπνον αὐτοῑς ἔστ’ ἐπεσκευασμένον») 2. (για πλοία) συμπληρώνω τον εξοπλισμό («ἐπισκευάσας λέμβους... ἐξαπέστειλε», Πολ.) 3. (για ζώα) σαμαρώνω… …   Dictionary of Greek

  • κερκέτης — ο (Α κερκέτης) νεοελλ. ναυτ.) είδος μικρής άστυπης άγκυρας με τρεις όνυχες που χρησιμοποιείται συνήθως σε λέμβους, για αγκυροβολία ή και για ανάσυρση αντικειμένων από τον βυθό αρχ. 1. βάρος που κρεμούσαν στην προσήνεμη πλευρά τού πλοίου, όταν… …   Dictionary of Greek

  • κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»