Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

λέλᾰφα

См. также в других словарях:

  • λέλαφα — λάπτω Epic. Alex.Adesp. perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λελάφασιν — λελάφᾱσιν , λάπτω Epic. Alex.Adesp. perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάπτω — και λάφτω (Α λάπτω) πίνω νερό με τη γλώσσα («λάψοντες γλώσσῃσιν... μέλαν ὕδωρ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. πίνω με απληστία, ρουφώ («αἷμα λέλαφας», Αριστοφ. 2. μέσ. λάπτομαι καταπίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητικός εκφραστικός τ. που συνδέεται με άλλους ΙΕ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»