-
1 λάσκω
λάσκω, oder ληκέω, s. ἐπιλ., dor. λᾱκεῖ, Theocr. 2, 24; ἔλασκον, Aesch. Ag. 582; fut. λακήσω, u. λακήσομαι, Ar. Pax 381. 384, wo die Quantität des α nicht zu erkennen ist, aor. ἐλάκησα, mit kurzem α, Ar. Pax 382 ( διαλᾱκήσασα, Ar. Nubb. 410); aor. II. ἔλακον, λακεῖν, und med. ἐλακόμην, wozu λελάκοντο gehört, H. h. Merc. 145; perf. λέλᾱκα, ion. λέληκα, aber fem. part. λελακυῖα; – 1) tönen, krachen, von leblosen Dingen, die durch einen Wurf od. Schlag ertönen, nur aor. II., λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν Il. 14, 25, λάκε δ' ἀσπίς, der Schild krachte, vom Wurfspieß getroffen, 13, 616; vgl. Hes. Th. 694; ἔλακον ἀξόνων βρι ϑομένων χνόαι Aesch. Spt. 138. Bei Sp. bes. = unter Geräusch, Gekrach zerbrechen, zerkrachen, Hesych. erkl. λάκε durch ἐϑλάσϑη, συνετρίβη. So ἐλάκησε Act. Ap. 1, 18. – 2) von Thieren, schreien; vom gellenden Schreien des Falken, Il. 22, 241; der gewürgten Nachtigall, Hes. O. 209, vom Hundegebell, κύνες λελάκοντο H. h. Herc. 145; Σκύλλη δεινὸν λελακυῖα Od. 12, 85. – Bei den Tragg. auch von menschlicher Stimme, laut reden, sprechen, bes. auch verkünden, weissagen, περίφρονα δ' ἔλακες Aesch. Ag. 1401; ἀμβόαμα Ch. 35, öfter; μἡ πώποτ' αὐτὸν ψεῦδος ἐς πόλιν λακεῖν Soph. Ant. 1094; τοὔπος τὸ ϑεοπρόπον ὅτ' ἔλακεν ὁ ϑεός Trach. 824; κακὸν ἄκρον Ion 776; ἀγγελίας I. T. 461; τί δῆϑ' ὁ Φοῖβος ἔλακεν ἐκ τῶν στεμμάτων Ar. Plut. 39; τί λέλακας, was schreist du, Ach. 410; vgl. Eur. Hipp. 55; π ρόπασα δ' ἤδη στονόεν λέλακε χώρα Aesch. Prom. 407; μὴ νῠν λακήσῃς Ar. Pax 382; auch = schelten, schmähen, ξένης ὕπερ τοιαῦτα λάσκεις τοὺς ἀναγκαίους φίλους Eur. Andr. 672.
См. также в других словарях:
λέληκα — λάσκω ring perf ind act 1st sg (ionic) λανθάνω escape notice perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
лека — ж. лечение, пользование и самое лекарство , также леко, южн. (Даль), укр. лiк м., лiка ж. лекарство, излечение , ст. слав. лѣчьба ἰατρεία (Супр.), цслав. лѣкъ, болг. лек (Младенов 282), сербохорв. ли̏jек, род. п. лиjѐка, словен. lėk, чеш. lek,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
λάσκω — (Α) 1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.) 2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.) 4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ… … Dictionary of Greek
ληκώ — (I) ληκῶ (Α) βλ. ληκάω. (II) ληκῶ, έω, δωρ. τ. λακῶ (Α) κροταλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού λάσκω* (πρβλ. λέληκα, παρακμ. τού λάσκω)]. (III) ληκώ, οῡς, ἡ (Α) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ώ (πρβλ. πειθ ώ)] … Dictionary of Greek
μηκώμαι — (Α μηκῶμαι, άομαι) (για πληγωμένο άνθρωπο ή ζώο) βγάζω στεναγμό από τον πόνο, βογγώ νεοελλ. (για βόδι) μουγκρίζω, μουγκανίζω αρχ. 1. (για τα πρόβατα ή τις αίγες) βελάζω, βληχώμαι 2. (για καταδιωκόμενο ελαφάκι ή λαγό ή κάπρο) φωνάζω, σκούζω, βγάζω … Dictionary of Greek
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek
lā-1 and lē- — lā 1 and lē English meaning: expr. roots (bark, howl, etc..), onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: Schallwurzeln Grammatical information: present lüi̯ ō and lēi̯ ō Material: O.Ind. rü yati “ barks “ (possibly also to rē… … Proto-Indo-European etymological dictionary