-
1 λεκτρονδε
См. также в других словарях:
λέκτρονδε — (Α) επίρρ. προς το κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέκτρον + δε, δεικτικό εγκλιτικό μόριο, που δηλώνει εις τόπο κίνηση (πρβλ. πέδον δε, πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
λέκτρονδε — λέκτρον couch indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέκτρονδ' — λέκτρονδε , λέκτρον couch indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)