1 λάχησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάχησις
λάχησις — λάχησις, ἡ (Α) ο κλήρος, η μοίρα, ο προορισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαχ (πρβλ. ἔ λαχ ον, αόρ. τού λαγχάνω) + κατάλ. ησις] … Dictionary of Greek