-
1 δενδρο-λάχανα
δενδρο-λάχανα, τά, baumartige, hochschießende Gemüse, Theophr.
-
2 λάχανον
λάχανον, τό, Gartenkraut, Gemüse, das in gegrabenem Lande ( λαχαίνω) gebau't wird, im Ggstz des wildwachsenden, βολβοὺς καὶ λάχανα Plat. Rep. II, 372 c; nach Arist. plant. 1, 4 τὰ ἔχοντα πολλοὺς φιτροὺς ἐκ μιᾶς ῥίζης καὶ πολλοὺς κλάδους, wie πήγανον, κράμβη, auch Theophr.; ἑψητά, Ath. II, 70 a. – Auch ἄγρια, Ar. Plut. 298. – Nach Suid. ist τὰ λάχανα der Gemüsemarkt, der Theil des Marktes, wo Gemüse u. Küchenkräuter feil geboten werden, wohin man Alexis bei Ath. VIII, 338 e u. Ar. Lys. 557 zieht. – Nach Hesych. der geflochtene Wagensitz, Mein. IV, 516 vermuthet λάσανα. – Sprichwörtl. λαχάνων προςϑῆκαι, ἐπὶ τῶν μηδὲν ὠφελούντων, Diogen. 2, 52.
-
3 λάχανον
λάχανον, τό, Gartenkraut, Gemüse, das in gegrabenem Lande ( λαχαίνω) gebaut wird, im Ggstz des wildwachsenden, βολβοὺς καὶ λάχανα; τὰ λάχανα der Gemüsemarkt, der Teil des Marktes, wo Gemüse u. Küchenkräuter feil geboten werden; der geflochtene Wagensitz -
4 olus
olus (holus), eris, n., I) jedes Grünkraut, Küchenkraut, Gemüse, Kohl, Rüben usw., Afran. fr., Scriptt. r. r. u.a.: olerum fasciculi, Hieron.: olus prandere, Hor. – Sprichw., multa Syrorum olera (griech. πολλὰ Σύρων λάχανα), Plin. 20, 33. – II) insbes., olus atrum, Genet. oleris atri, n., Schwarzkohl, (Smyrnium olusatrum, L.), Colum. 11, 3, 18 u. 12, 7, 1: atrum olus (holus), Plaut. Pseud. 814: dass. poet. olus pullum, Colum. poët. 10, 123. Vgl. olusatrum. – / Heterokl. Genet. Plur. holerorum, Lucil. 510: Abl. oleris, Cato r. r. 149, 2.
-
5 ψυλλό-βρωτος
ψυλλό-βρωτος, von Flöhen, Erdflöhen gefressen, λάχανα Theophr.
-
6 κνίζω
κνίζω (verwandt mit κνάω)=, ritzen, kratzen, schaben, ἐξ ἐπιπολῆς καὶ ἰσχνῶς καταξύω Eust. 1746; ἐπὶ βραχὺ κνίσαντες σιδηρίῳ Ath. II, 51 b; einzeln bei Sp. = verringern, E. M erkl. λεπτύνω; ὄπιν Pind. I. 4, 58; οὐ κατ' ἔπος γέ σου κνίσω τὸ ῥῆμ' ἕκαστον Ar. Ran. 1198. – Gew. übertr., reizen, durch Leidenschaft, bes. Liebe; auch = erbittern, erzürnen, aufbringen, pungere; λόγοι κνῖζον ὀργάν Pind. N. 5, 32; so vom Zorn P. 11, 23; ἔκνιξέν νιν χάρις I. 5, 48; κνιζομένα, betrübt, Ol. 6, 44; εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος Eur. Med. 568; ἤν τι κνισϑῇς Andr. 209; von der Liebe, τὴν ἐρωτίδα, τᾶς ποκ' ἐκνίσϑη, zu der er in Liebe entbrannt war, Theocr. 4, 22; vgl. ὁ παῖς κνίζει με Strat. 47 (XII, 205), öfter in der Anth. – Auch in Prosa; τὸν δὲ ἔκνιζε τῆς γυναικὸς ταύτης ὁ ἔρως Her. 6, 62, wie Sp., App. Hisp. 37; Ath. XIII, 577 e. – Betrüben, kränken, ἐτερπόμην, ὅμως δ' ἔκνιζέ μ' ἀεὶ τοῦτο Soph. O. R. 786; τὸ βούλεσϑαί μ' ἔκνιζε Eur. I. A. 330; κακίαις μ' ἔκνισε Ar. Vesp. 1285; τὰ σμικρὰ οὐδέν μιν κνίζει Her. 7, 10, 5; ἔκνιζε Ξέρξεα ἡ γνώμη 7, 12; Sp., wie Hdn. 4, 9, 4. – [Ι im fut. ist kurz, Ar. Ran. 1198; s. Böckh Pind. P. 10, 60.] – Adj. verb. κνιστός, klein geschabt, gehackt, λάχανα Ath. IX, 373 a; VLL.
-
7 κηπαῖος
-
8 δροσερός
-
9 μίρεα
-
10 ἀγριο-κάρδαμον
ἀγριο-κάρδαμον, τό, wilde Kresse, Sp. Ebenso ἀγριοκοκκύμηλον, -κολοκύνθη, -κρόμμυον, -κύμῑνον, -λάχανα, -μαλάχη, -μηλον, -μυρίκη, -πήγανον, -ορείγανος, -σέλινον, -σταφύλη u. σταφυλίς, -σῡκον, -φαγρος, -χοιρος-
-
11 ἕψω
ἕψω, fut. ἑψήσω, kochen; Ar. Equ. 745; χύτραν Eccl. 845; Plat. Hipp. mai. 290 d; ἡψημέναι χύτραι Arist. probl. 5, 36; von ὀπτάω unterschieden, Her. 1, 119; Plat. Euthyd. 401 c; Xen. Cyr. 8, 2, 6; Dorion bei Ath. VII, 304 f u. A. – Uebh. am Feuer bereiten, wie χρυσὸς ἑψόμενος, geläutertes, gereinigtes Gold, Pind. N. 4, 82; übertr., γῆρας ἀνώνυμον ἕψειν, ein ruhmloses Alter hinbrüten, Ol. 1, 83. – Med. für sich kochen, λάχανα ἑψήσονται Plat. Rep. II, 372 c; – ἑψήσασϑαι τὴν κόμην, sich das Haar färben, Poll. 2, 35. – Pass. aor. ἑψηϑείς, Plut., auch ἑφϑείς, Diosc.; vom Wasser, welches kocht, Arist. H. A. 6, 13 u. A. – Adj. verb. ἑψητός, s. oben, u. ἑφϑός.
-
12 ἕψημα
ἕψημα, τό, 1) das Gekochte, dick gekochter Most, sapa, Plin. H. N. 14, 9, 11. – 2) was zum Kochen paßt, kochbar ist, βολβοὺς καὶ λάχανα, οἷα δὴ ἐν ἀγροῖς ἑψήματα Plat. Rep. II, 372 c, wie V, 455 c.
-
13 olus
olus (holus), eris, n., I) jedes Grünkraut, Küchenkraut, Gemüse, Kohl, Rüben usw., Afran. fr., Scriptt. r. r. u.a.: olerum fasciculi, Hieron.: olus prandere, Hor. – Sprichw., multa Syrorum olera (griech. πολλὰ Σύρων λάχανα), Plin. 20, 33. – II) insbes., olus atrum, Genet. oleris atri, n., Schwarzkohl, (Smyrnium olusatrum, L.), Colum. 11, 3, 18 u. 12, 7, 1: atrum olus (holus), Plaut. Pseud. 814: dass. poet. olus pullum, Colum. poët. 10, 123. Vgl. olusatrum. – ⇒ Heterokl. Genet. Plur. holerorum, Lucil. 510: Abl. oleris, Cato r. r. 149, 2. -
14 ἀγριοκάρδαμον
См. также в других словарях:
Λαχανά, δήμος — Νέος δήμος (3.779 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Καρτερών, Λαχανά, Λευκοχωρίου, Νικοπόλεως και Ξυλοπόλεως, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek
λάχανα — λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. — κηπωρὸν μισῶ τὸν ἐκ ρίζων ἐκτέμνοντα τὰ λάχανα. См. Доброго пастыря дело овец стричь, а кожи не снимать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
λάχαν' — λάχανα , λάχανον garden herbs neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λαχανεύω — (Α) [λάχανον] 1. φυτεύω λάχανα 2. μέσ. λαχανεύομαι μαζεύω λάχανα 3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.) β) τρώγομαι ως… … Dictionary of Greek
αγιοζούμι — Ζουμί με αλεύρι και λίγο λάδι, που προσφέρεται ως τροφή στους δόκιμους μοναχούς. Στη βυζαντινή εποχή α. έλεγαν ένα φαγητό που περιείχε πολλά κρεμμύδια και το οποίο παρασκεύαζαν στα μοναστήρια κάθε Τετάρτη και Παρασκευή. Το α. αναφέρει και ο… … Dictionary of Greek
θρύσκα — θρύσκα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχιο) άγρια λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θρύσκα άγρια λάχανα (Ησύχ.), αν δεν είναι εσφαλμένος, συνδέεται ίσως με το θρύον*] … Dictionary of Greek
λαχανάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 542 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, 52 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά … Dictionary of Greek
λαχανόφυτος — η, ο (για τόπο) γεμάτος λάχανα, φυτεμένος με λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανο + φυτος (< φυτός < φύομαι «φυτρώνω»), πρβλ. δενδρό φυτος, πλατανό φυτος] … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκης, νομός — Νομός (3.560 τ. χλμ., 1.057.825 κάτ.) της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Κιλκίς και Σερρών, στα Α βρέχεται από τον κόλπο Ορφανού (Στρυμονικό), στα Ν συνορεύει με τον νομό Χαλκιδικής, ενώ ένα τμήμα του βρέχεται… … Dictionary of Greek