-
1 поклонник
-
2 патриот
-а α.-ка, -и θ.1. πατριώτης, -ισσα, φιλόπατρης.2. μτφ. λάτρης, λατρευτής, εραστής•патриот афин λάτρης της Αθήνας.
-
3 любитель
любительм ὁ φίλος, ὁ λάτρης / ὁ ἐρασιτέχνης (не профессионал):\любитель му́-зыки ὁ φιλόμουσος· \любитель поесть ὁ καλοφαγάς. -
4 обожатель
обожа||тельм разг ирон. ὁ λάτρης, ὁ θαυμαστής. -
5 поклонник
поклонникм ὁ θαυμαστής, ὁ λάτρης. -
6 почитатель
почита||тельм ὁ θαυμαστής, ὁ λάτρης. -
7 формалист
формалистм ὁ φορμαλιστής/ ὁ τυπο-λάτρης (бюрократ). -
8 обожатель
[αμπαζάτιλ*] ουσ. α. λάτρης, θαυμαστής -
9 обожатель
[αμπαζάτιλ*] ουσ α λάτρης, θαυμαστής -
10 богомол
-а α.1. προσκυνητής, λάτρης. || πελεγρίνος, χατζής.2. η μάντιδα, μάντις, μάντης ο θρήσκος ή αλογάκι της Παναγίας (ορθόπτερο έντομο). -
11 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
12 кавалер
кавалер 1-а α. καβαλιέρος, συνοδός γυναίκας. || συγχορευτής. || νέος για παντρειά. || θαυμαστής, λάτρης, εραστής.кавалер 2-а α. ιππότης• τιμημένος με παράσημο• — золотой звезды ιππότης χρυσού αστεριού•кавалер ордена Почётного Легиона ιππότης (παρασήματος) της Λεγεώνας της Τιμής.
εκφρ.георгиевский кавалер – στρατιωτικός βραβευμένος με το σταυρό του αγίου Γεωργίου (προεπαναστατικά). -
13 любитель
-я α.-ница, -ы θ.1. φίλος, λάτρης, εραστής, ζηλωτής•я любитель музыки είμαι φίλος της μουσικής (φιλόμουσος).
2. ερασιτέχνης. -
14 молельщик
-а α.-ца, -ы θ.λάτρης, -ιδα. -
15 обожатель
-я α.-нила, -ы θ.λάτρης, θαυμαστής. -
16 охотник
охотник 1-а α.κυνηγός•союз -ов κυνηγετικός σύλλογος.
εκφρ.охотник за подводными лодками ή морской охотник – το ανθυποβρύχιο.охотник 2-а α.1. επιθυμητής. || στρατιώτης εθελοντής.2. φίλος, λάτρης • ζηλωτής•он -до книг, до цветов αυτός είναι φίλος των βιβλίων, των λουλουδιών•
страстный охотник θεριακλής• μερακλής.
-
17 поклонник
-а α.-ца, -ы θ.λάτρης, -ισσα, θαυμαστής, θιασιώτης. -
18 почитатель
-я α.-ища, -ы θ.θαυμαστής, -άστρια, λάτρης, -ιδα. -
19 ухажёр
-а α. (απλ.) γυναικάς, γυναικάκιας. || καβαλέρος • θαυμαστής, λάτρης.
См. также в других словарях:
λάτρης — ο, θηλ. λάτρις και λάτρισσα (AM λάτρης, ὁ και λάτρις, ό, ή) αυτός που τιμά, που λατρεύει, που υπηρετεί τον θεό ή αγαπά κάτι σαν θεό, λατρευτής νεοελλ. μσν. αυτός που υπεραγαπά, που λατρεύει ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα (α. «λάτρης τού ωραίου» β.… … Dictionary of Greek
λάτρης — ο θηλ. ισσα αυτός που λατρεύει, αγαπά υπερβολικά κάποιον ή κάτι: Λάτρης της περιπέτειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάτρης — λάτρις hired servant fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάτρης, Ικέσιος — (1799 – 1881). Αγωνιστής του 1821 και δημοσιογράφος. Αναφέρεται ότι γεννήθηκε στη Σμύρνη, αλλά η καταγωγή του ήταν κρητική. Υπήρξε μαθητής του Κ. Κούμα και του Οικονόμου. Όταν πληροφορήθηκε την έναρξη της Επανάστασης, επέστρεψε στην Ελλάδα και… … Dictionary of Greek
κοιλιολάτρης — κοιλιολάτρης, ὁ (Α) κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο λάτρης, φυσιο λάτρης] … Dictionary of Greek
αληθολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που αγαπά την αλήθεια, ο λάτρης της αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λάτρης, ο λάτρης «τού αληθούς», τής αληθείας] … Dictionary of Greek
ηδονολάτρης — ο, θηλ. ηδονολάτρισσα αυτός που λατρεύει την ηδονή, ο επιρρεπής στις σαρκικές ηδονές, ο φιλήδονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδονο (< ηδονή) + λατρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, ηλιο λάτρης] … Dictionary of Greek
θεολάτρης — ο αυτός που λατρεύει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ειδωλο λάτρης, εικονο λάτρης] … Dictionary of Greek
κτηνολάτρης — κτηνολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τα κτήνη ως θεούς, ζωολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λάτρης] … Dictionary of Greek
κτισματολάτρης — ο, θηλ. κτισματολάτρις (AM κτισματολάτρης, θηλ. κτισματολάτρις, ιδος) αυτός που λατρεύει τα κτίσματα αντί για τον δημιουργό, ειδωλολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτίσμα, ατος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. αρχαιο λάτρης, ειδωλο λάτρης] … Dictionary of Greek
νεκρολάτρης — ο (Α νεολάτρης) αυτός που τιμά με λατρεία τους νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + λάτρης (πρβλ. ειδωλο λάτρης, κοιλιο λάτρης)] … Dictionary of Greek