-
1 λασία
λασίᾱ, λάσιοςshaggy: fem nom /voc /acc dualλασίᾱ, λάσιοςshaggy: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 λασια
τά густые заросли Xen. -
3 λάσια
λάσιονa rough cloth: neut nom /voc /acc plλάσιοςshaggy: neut nom /voc /acc plλάσιοςshaggy: neut nom /voc /acc pl -
4 λασίας
λασίᾱς, λάσιοςshaggy: fem acc plλασίᾱς, λάσιοςshaggy: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ψυχρή
-
6 λασίαν
λασίᾱν, λάσιοςshaggy: fem acc sg (attic doric aeolic) -
7 λάσιος
λάσιος (mit λαῖνα, lana, verwandt, vgl. δασύς), att. 2 Endgn, dichtbehaart, rauch, zottig, wollig, ὄϊς, Il. 24, 125 Od. 9, 433, wie Theocr. 12, 4; ϑῆρες Soph. Phil. 184. – Von Menschen, λάσια στήϑεα, Il. 1, 189, λάσιον κῆρ, 2, 851. 16, 554, zottige Brust, u. danach gebildet auch zottiges Herz, als Zoichen trotzigen, männlichen Muthes; vgl. Plat. Theaet. 194 a; ὡς λάσιαι φρένες ἤλασαν ἔξω Alex. Aet. bei Ath. XV, 699 c, wo es denn auch als Zeichen der Klugheit u. Verschlagenheit gilt. – Im eigtl. Sinne, κεφαλή, Plat. Tim. 76 c; περὶ ὦτα λάσιος Phaedr. 253 e; Sp., λάσιος τὰ σκέλη Luc. D. D. 4, 1; λάσιος γένυν Flacc. 2 (XII, 25); ὀφρύς Theocr. 11, 31, wie Sosipat. 3 (V, 56); χαίτη Ap. Rh. 4, 1605; τρίχες Automed. 2 (XI, 326). – Auch übtr., wie δασύς, dicht bewachsen, dicht belaubt, ἄγκη δύςπορα καὶ λάσια Plat. Cratyl. 420 e; χωρίον Xen. Hell. 4, 2, 19; im Gasztz von ἐργάσιμον, Cyr. 1, 4, 16; ἡ γῆ λάσιος ὑλαις, Luc. Prom. 12; häufig bei sp. D., λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν Ap. Rh. 2, 1270; δρυμός Theocr. 25, 134; φύλλα Nic. Thev. 69; – τὰ λασιώτατα τῶν ὀρῶν D. Cass. 39, 44.
-
8 λαχνήεις
λαχνήεις, εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήϑεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
-
9 ῥῑνός
ῥῑνός, ὁ u. ἡ, 1) die Haut am Leibe des lebendigen Menschen, Il. 5, 308 Od. 5, 426. 14, 134. 22, 278; die Haut eines todten Menschen, Hes. Sc. 152; vgl. Ap. Rh. 2, 58; ῥινὸς καὶ ὀστέα, Haut u. Knochen, Jac. A. P. p. 746. – 2) die abgezogene Thierbaut, z. B. Wolfshaut, Wolfspelz, Il. 10, 334; ἐν ῥινῷ λέοντος, Pind. l. 5, 37; π ωλικῆς ῥινοῠ τρίχα, des lebenden Pferdes, Eur. Rhes. 784. – 3) die gegerbte Thierhaut, bes. Rindsleder, u. dah. der aus Rindsleder gemachte Schild, Il. 4, 447. 16, 636 (auch τὸ ῥινόν, Od. 5, 281); auch Ar. Pax 1240. – Bei Hom. ist das Genus nur Od. 22, 278, ἄκρην ῥινόν, zu erkennen; masc. ist es Nic. Th. 361 Al. 475, tem. Ap. Rh. 4, 174, wo die Lesart aber schwankt; Opp. Cyn. 3, 278; auch neutr., Odyss., s. oben, δοιῶν ῥινὰ κάπρων λάσια Damostrat. ep. (IX, 328).
-
10 λασιῶτις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λασιῶτις
-
11 λάσιος
λάσιος, dichtbehaart, rauch, zottig, wollig. Von Menschen, λάσια στήϑεα, λάσιον κῆρ, zottige Brust, u. danach gebildet auch zottiges Herz, als Zeichen trotzigen, männlichen Mute; ὡς λάσιαι φρένες ἤλασαν ἔξω, als Zeichen der Klugheit u. Verschlagenheit. Auch übtr., wie δασύς, dicht bewachsen, dicht belaubt
См. также в других словарях:
λασία — λασίᾱ , λάσιος shaggy fem nom/voc/acc dual λασίᾱ , λάσιος shaggy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασία — Ονομασία της Άνδρου, της Λέσβου και του Πόρου κατά την αρχαιότητα, καθώς και ενός όρμου στην Επιδαύρια. * * * η ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinelidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lasie (< λάσιος)] … Dictionary of Greek
λάσια — λάσιον a rough cloth neut nom/voc/acc pl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc pl λάσιος shaggy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασίας — λασίᾱς , λάσιος shaggy fem acc pl λασίᾱς , λάσιος shaggy fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασίαν — λασίᾱν , λάσιος shaggy fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυφτολασιά — η και γυφτολάσι, το η γυφτουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυφτολασία < γύφτος + λασιά* και ο τ. γυφτολάσι < γύφτος + λάσι* (πρβλ. γυναικολάσι, παιδολάσι)] … Dictionary of Greek
λάσα — (Lasa). Πόλη (139.822 κάτ. το 1998) της Κίνας, πρωτεύουσα της αυτόνομης κινεζικής περιοχής του Θιβέτ. Βρίσκεται στο κέντρο της πιο φιλόξενης ζώνης της χώρας, στη δεξιά όχθη του Kιί τσου (παραποτάμου του Βραχμαπούτρα) και στη βορειοανατολική… … Dictionary of Greek
Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek