Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

λάρυγξ

См. также в других словарях:

  • λάρυγξ — λάρυγξ, υγγος, ὁ (ΑΜ) βλ. λάρυγγας …   Dictionary of Greek

  • λάρυγξ — larynx masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγα — λάρυγξ larynx masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγες — λάρυγξ larynx masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγι — λάρυγξ larynx masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγος — λάρυγξ larynx masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγξι — λάρυγξ larynx masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • λαρύγγι — το (Α λαρύγγιον) [λάρυγξ] νεοελλ. 1. ο λάρυγγας 2. φρ. α) «θα τού στρίψω το λαρύγγι» θα τόν πνίξω β) «έβγαλα το λαρύγγι μου» φώναξα πάρα πολύ δυνατά αρχ. υποκορ. τού λάρυγξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαρύγγ ιον < θ. λαρυγγ (λάρυγξ) + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • λάρυγγ' — λάρυγγα , λάρυγξ larynx masc acc sg λάρυγγι , λάρυγξ larynx masc dat sg λάρυγγε , λάρυγξ larynx masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Otolaryngology — Otolaryngologist performing an endoscopic sinus surgical procedure Otolaryngology or ENT (ear, nose and throat) is the branch of medicine and surgery that specializes in the diagnosis and treatment of ear, nose, throat, and head and neck… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»