-
1 κυπαρίσσινος
κυπαρίσσινος, att. κυπαρίττινος, von Cypressenholz gemacht; σταϑμός Od. 17, 340; μέλαϑρον Pind. P. 5, 52; λάρνακες Thuc. 2, 34; μνῆμαι, auf Cypressenholz geschrieben, Plat. Legg. V, 741 c; ξυλεία Pol. 10, 27, 10.
-
2 λάρναξ
λάρναξ, ακος, ἡ, Kasten, Kiste, ὅπλα δὲ πάντα λάρνακ' ἐς ἀργυρέην συλλέξατο τοῖς ἐπονεῖτο Il. 18, 413, u. von den Gebeinen des Hektor, τά γε χρυσείην ἐς λάρνακα ϑῆκαν ἑλόντες, also Aschentrug, 24, 795, wie oft in der Anth., μαρμαρέη Ep. ad. 665 (VII, 340), Leon. Tar. 67 (VII, 478); in Prosa, λάρνακες κυπαρίσσιναι Thuc. 2, 34. – Uebh. Gefäß, λάρνακας ὀκτὼ πληρώσας λίϑων Her. 3, 123; bes. auch Kahn, Schiff, u. ein Kasten, in welchen man Kinder einschließt u. ins Meer wirst, D. Sic. 5, 62; Ap. Rh. 1, 621 u. A. – Bei Sp. auch masc., vgl. Jac. zu Anth. Pal. p. 295 u. Ach. Tat. p. 600.
См. также в других словарях:
λάρνακες — λάρναξ coffer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θήβας — Το Μουσείο της Θήβας (Θρεψιάδου 1, πλατεία Κεραμοπούλου) στεγάζει μια αντιπροσωπευτική συλλογή ευρημάτων του νομού Βοιωτίας, που καλύπτουν χρονικά όλη την περίοδο της πλούσιας προϊστορίας και ιστορίας αυτού του σημαντικού για την ιστορία της… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βεργίνας — Ο Mουσειακός Xώρος της Βεργίνας δημιουργήθηκε για να προστατεύσει και να εκθέσει στο κοινό τα σημαντικά ευρήματα της ανασκαφικής έρευνας του Μανώλη Ανδρόνικου στη Μεγάλη Τούμπα, το τμήμα του νεκροταφείου των Αιγών που περιείχε τους βασιλικούς… … Dictionary of Greek
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
ПОХОРОНЫ — • Funus. I. У греков: τάφος. Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… … Реальный словарь классических древностей
SANDAPILA — feretrum mortuorum seu loculus, in quo plebeicrum corpora portabantur ad rogum. Nempe, honestiores Romae efferebantur in lectis, torum Martial. vocat l. 8. Epigr. 44. v. 14. qui farciebatur papyrô, scitpô, aliâque materiâ combustibili,… … Hofmann J. Lexicon universale
αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… … Dictionary of Greek