-
1 zářit
λάμπω -
2 shine
λάμπω -
3 parlamak
λάμπω, ακτινοβολώ. αναφλέγομαι -
4 просиять
просия||тьсов1. λάμπω, φέγγω, φεγγοβολώ:солнце \просиятьло ὁ ήλιος ἐλαμψε·2. перен λάμπω, ἀκτινοβολώ, φωτίζομαι, ἀστράφτω.· \просиять от радости λάμπω ἀπό χαρά· лицо \просиятьло улыбкой τό πρόσωπο φωτίστηκε ἀπό τό χαμόγελο. -
5 просиять
ρ.σ.1. λάμπω δια μέσου• διαυγάζω• διαφέγγω. || φωτίζομαι.2. μτφ. λάμπω (από χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ.), αγάλλω, χαίρω, ευφραίνομαι.3. λάμπω (ορισμένο χρόνο). -
6 сверкать
ρ.σ.1. λαμπυρίζω, μαρμαίρω•звезды -ют τα αστέρια λαμπυρίζουν•
бриллианты -гот τα μπριλάντια λαμπυρίζουν.
|| εκλάμπω, βγάζω εκτυφλωτική λάμψη. || λάμπω, φεγγοβολώ. || μτφ. διαλάμπω, διαφαίνομαι, υποφώσκω.2. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, διαγράφομαι.3. (για καθαριότητα)• λάμπω, αστράφτω. || τρεμοσβήνω.4. (για μάτια) αστράφτω, πετώ σπίθες•его глаза -ли от гнева τα μάτια του άστραφταν από το θυμό.
5. μτφ. εξωτερικεύομαι, εμφανίζομαι (για αισθήματα)• λάμπω.εκφρ.только пятки -ют – σπίθες πετάν (βγάζουν) τα πόδια (από τη μεγάλη ταχύτητα). -
7 светить
свечу, светишьρ.δ.1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•
звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•
солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.
|| ρίχνω φως•он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.
|| μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,
1. φέγγω, φωτίζω•вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.
|| φωτίζομαι.2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ. -
8 блестеть
-
9 сверкать
-
10 сиять
-
11 блестеть
блест||етьнесов1. λάμπω/ σπινθηροβολώ (неровным блеском)/ φέγγω (светиться):звезды \блестетьят τά ἄστρα λάμπουν глаза \блестетьят ἀστράφτουν τά μάτια (του);2. перен λάμπω, διακρίνομαι; он не блещет умо́м αὐτός δέν διακρίνεται γιά τήν ἐξυπνάδα του. -
12 засиять
засия́||тьсов1. (начать сиять) ἀρχίζω νά λάμπω, ἀκτινοβολώ, ἀπαστράπτω:он \засиятьл от радости Ελαμψε ἀπό χαρά·2. (появиться, показаться) λάμπω:вдали \засиятьл купол церкви μακριά χρύσισε ὁ τροῦλλος τής ἐκκλησίας. -
13 просветлеть
просветлетьсов1. (о небе) ξαστερώνω, αίθριάζω, ἀνοίγω·2. перен λάμπω, φωτίζομαι (о лице) / ἀποκτῶ διαύγεια (о сознании):\просветлеть от ра́дости λάμπω ἀπό χαρά. -
14 заблестеть
-блещу, -блестишь κ. -блешешь; ρ.σ,1. λάμπω, φαίνομαι λαμπρός.2. αρχίζω να λάμπω•глаза весело -ли τα μάτια άρχισαν να λάμπουν από χαρά.
-
15 просверкать
-ает ρ. σ.1. λάμπω, εκλάμπω•просверкать молния -ла αστραπή έλαμψε.
2. λάμπω (για ένα χρον. διάστημα). -
16 пыхать
пышу, пышешь κ. пыхаго, пыхаешь, μτχ. ενεστ. пышущий ρ.δ.1. (1ο κ. 2ο πρόσ. δεν έχει)• καίω, θερμαίνω•печь -шет жаром ο φούρνος καίει πολύ, ψήνει.
|| φωτίζω, λάμπω.2. βλ. пыхтеть (2 σημ.).3. μτφ. βράζω• αφρίζω•пыхать злобой αφρίζω από το κακό μου.
|| ακτινοβολώ, λάμπω, χαίρω•весь он -шет здоровьем αυτός χαίρει άκρας υγείας.
-
17 светлеть
ρ.δ.1. γίνομαι φωτε ι νός, λαμπρός•-еет взгляд γίνεται φωτεινό το βλέμμα•
ум -еет ο νους γίνεται φωτεινός.
2. (απρόσ.) ξημερώνω, φέγγω•-ло έφεξε, ξημέρωσε.
|| λάμπω από χαρά, αγαλλιάζω, ευφραίνομαι•у него на душе -ло αγαλλίασε (ευφράνθηκε) η ψυχή του.
3. λάμπω, φωτίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. (1, 3 σημ.). -
18 сиять
-яю, -яешьρ.δ.1. ακτινοβολώ, λάμπω, απαυγάζω•солнце -яет ο ήλιος λάμπει•
месяц -яет το φεγγάρι λάμπει.
2. μτφ. εκφράζω χαρά, ικανοποίηση κ.τ.τ. его глаза -яют τσ. μάτια του λάμπουν•сиять от радости λάμπω από χαρά.
-
19 люминесцировать
φωταγωγώ, λάμπω, ακτινοβολώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > люминесцировать
-
20 светить
φέγγω, λάμπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > светить
См. также в других словарях:
λάμπω — give light pres subj act 1st sg λάμπω give light pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπω — λάμπω, έλαμψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λάμπω — (AM λάμπω) 1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ. δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.) 2. (για το πρόσωπο, για την… … Dictionary of Greek
λάμπω — έλαμψα 1. ακτινοβολώ, φεγγοβολώ: Ο ήλιος λάμπει. 2. μτφ., ξεχωρίζω, διαπρέπω σε κάτι: Έλαμψε ως διευθυντής της σχολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάμπω — Λάμπος masc nom/voc/acc dual Λάμπος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπετον — λάμπω give light pres imperat act 2nd dual λάμπω give light pres ind act 3rd dual λάμπω give light pres ind act 2nd dual λάμπω give light imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπον — λάμπω give light pres part act masc voc sg λάμπω give light pres part act neut nom/voc/acc sg λάμπω give light imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λάμπω give light imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμπετε — λάμπω give light pres imperat act 2nd pl λάμπω give light pres ind act 2nd pl λάμπω give light imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψαι — λάμπω give light aor imperat mid 2nd sg λάμπω give light aor inf act λάμψαῑ , λάμπω give light aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψει — λάμπω give light aor subj act 3rd sg (epic) λάμπω give light fut ind mid 2nd sg λάμπω give light fut ind act 3rd sg λάμψις shining fem nom/voc/acc dual (attic epic) λάμψεϊ , λάμψις shining fem dat sg (epic) λάμψις shining fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάμψον — λάμπω give light aor imperat act 2nd sg λάμπω give light fut part act masc voc sg λάμπω give light fut part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)