-
1 λάκησις
-
2 ἀπο-λάκησις
ἀπο-λάκησις, ἡ, dasselbe?
См. также в других словарях:
λάκησις — λάκησις, ἡ (Α) απομίμηση τής φωνής τής όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ, δωρ. τ. τού ληκῶ «κραυγάζω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
1 λάκησις
2 ἀπο-λάκησις
ἀπο-λάκησις, ἡ, dasselbe?
λάκησις — λάκησις, ἡ (Α) απομίμηση τής φωνής τής όρνιθας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λακῶ, δωρ. τ. τού ληκῶ «κραυγάζω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek