-
1 λάθαργος
λάθαργος, ὁ, ein Lederschnitz, Nic. Ther. 422, Schol. ξύσματα τῶν δερμάτων.
-
2 λάθαργος
λάθαργοςbit of leather: masc nom sg -
3 λάθαργος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάθαργος
-
4 λάθαργος
-
5 λάθαργοι
λάθαργοςbit of leather: masc nom /voc pl -
6 λαθρο-δήκτης
λαθρο-δήκτης, ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von λάϑαργος.
-
7 λαίθαργος
-
8 λαθάργω
-
9 λαθάργῳ
-
10 λαίθαργος
λαίθαργος, ον, said to meanA biting secretly ([etym.] λαθεῖν, δάκνω), i.e. without barking, of a dog,σαίνεις δάκνουσα καὶ κύων λ. εἶ S.Fr. 885
, cf. Orac. ap. Ar.Eq. 1068; also, = λαθραῖος, λαιθάργῳ ποδί Trag.Adesp. 227: [full] λάθαργος in Phryn.PSp.87 B.: [full] λήθαργος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαίθαργος
См. также в других словарях:
λάθαργος — λάθαργος, ὁ (Α) 1. ξύσμα δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «σκώληξ» 3. λαίθαργος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
λάθαργος — bit of leather masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθάργῳ — λάθαργος bit of leather masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάθαργοι — λάθαργος bit of leather masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαίθαργος — και λάθαργος, ον (Α) 1. (για σκύλο) αυτός που δαγκώνει ύπουλα, χωρίς να γαυγίσει, κρυφοδαγκανιάρης 2. λαθραίος, κρυφός, μυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λήθαργος και πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένο τ., κατά τους εκφραστικούς τ. που… … Dictionary of Greek