-
1 κῡρωμα
-
2 κύρωσις
κύρωσις, ἡ, u. κῡρωμα, τό, Bestätigung, Bekräftigung; πᾶσα ἡ πρᾶξις καὶ ἡ κύρωσις, Ausführung
См. также в других словарях:
κύρωμα — κύρωμα, τὸ (Μ) [κυρώ] η κύρωση … Dictionary of Greek
1 κῡρωμα
2 κύρωσις
κύρωμα — κύρωμα, τὸ (Μ) [κυρώ] η κύρωση … Dictionary of Greek