Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κῡματο-πλήξ

См. также в других словарях:

  • θεοπλήξ — θεοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, τὸ (AM) ο θεόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πληξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι πλήξ, κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοπλήξ — θυρσοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί από θύρσο, ο θεόπνευσρος, ο θεόληπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + πλήξ (< πληξ < πλήσσω), πρβλ. αμφι πλήξ, κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • μεθυπλήξ — μεθυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει χτυπηθεί από το κρασί, ο μεθυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + πλήξ, πλῆγος (< πλήττω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • νοοπλήξ — νοοπλήξ, ῆγος, ὁ και ἡ (Α) νοόπληκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, λινο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • νωτοπλήξ — νωτοπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) (για δούλους) αυτός που δέχεται χτυπήματα στα νώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + πλήξ, ῆγος (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, νοο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • σοροπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α σοροδαίμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οιστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • φρενοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α φρενόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • φωτοπλήξ — πλῆγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που πλήττει κάποιον ή κάτι με ακτίνες φωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ, οἰστρο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • ονειροπλήξ — ὀνειροπλήξ, ῆγος, ό, ἡ (Α) ο φοβισμένος από όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + πλήξ (< πλήττω), πρβλ. κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • υδατοπλήξ — ῆγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που πλήττεται από το νερό, που τόν χτυπάει το νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματο πλήξ] …   Dictionary of Greek

  • ύσπληγξ — ηγγος, ἡ και σπάν. ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὕσπλαγξ, αγγος και ακος, και ὕσπληξ, ηγος, Α χοιροστάσιο αρχ. 1. οριζόντια τεντωμένο σχοινί στην αρχή τού σταδίου, το οποίο έπεφτε κατά την εκκίνηση τών αθλητών 2. όριο 3. σχοινί άγκυρας 4. συνεκδ. άγκυρα 5.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»