-
1 κυδάλιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυδάλιμος
См. также в других словарях:
καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek
νηφάλιμος — νηφάλιμος, ον (Α) νηφάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ τού νήφω* + επίθημα άλιμος που προήλθε μάλλον από το πρόσφυμα αλ , που απαντά σε επίθ. σε αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, δıψ αλέος) και την κατάλ. ιμος (πρβλ. ειδ άλιμος, κυδ άλιμος)] … Dictionary of Greek
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek