Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κῡδ-άλιμος

См. также в других словарях:

  • καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ …   Dictionary of Greek

  • νηφάλιμος — νηφάλιμος, ον (Α) νηφάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ τού νήφω* + επίθημα άλιμος που προήλθε μάλλον από το πρόσφυμα αλ , που απαντά σε επίθ. σε αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, δıψ αλέος) και την κατάλ. ιμος (πρβλ. ειδ άλιμος, κυδ άλιμος)] …   Dictionary of Greek

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»