Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κῠᾰνό-πεζα

См. также в других словарях:

  • φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] …   Dictionary of Greek

  • κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] …   Dictionary of Greek

  • ιουλόπελος — ἰουλόπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα 2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκεόπεζος — ον, Α χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»