-
1 κῡανό-πεζα
κῡανό-πεζα, mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.
-
2 κυανόπεζα
κῠᾰνό-πεζα, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυανόπεζα
-
3 κῦανόπεζα
κῦανό-πεζα: with steel-blue feet, τράπεζα, Il. 11.629†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κῦανόπεζα
-
4 κῡανόπεζα
κῡανό-πεζα, mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen od. mit Füßen von Stahl -
5 κυανοπεζα
См. также в других словарях:
φοινικόπεζα — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος) αυτή που έχει πόδια πορφυρού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + πεζα (< πέζα «πόδι»), πρβλ. ἀργυρό πεζα, κυανό πεζα] … Dictionary of Greek
κυανόπεζα — κυανόπεζα, ἡ (Α) (για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό πεζα, χιονό πεζα)] … Dictionary of Greek
ιουλόπελος — ἰουλόπελος, ον (Α) 1. αυτός που έχει πολλά πόδια, όπως η σαρανταποδαρούσα 2. (μτφ. για πλοίο) αυτό που έχει πολλά κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + πεζός (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πους), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek
χαλκεόπεζος — ον, Α χαλκόπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + πεζος (< πέζα «πόδι»), πρβλ. κυανό πεζος, φοινικό πεζος] … Dictionary of Greek