-
1 κυν-ηγός
-
2 συγ-κυν-ηγός
συγ-κυν-ηγός, dor. συγκυνᾱγός, mitjagend, Jagdgenoß; ὁ, Eur. I. T. 709; ἡ, Hipp. 1093; Plut.
-
3 ἀρχι-κυν-ηγός
ἀρχι-κυν-ηγός, ὁ, Oberjägermeister, Ios.; Maneth. 5, 289.
-
4 κυνηγός
κυν-ηγός, Hunde führend, jagend; gew. subst., der Jäger -
5 κυνηγος
-
6 ἀρχικυνηγός
-
7 συγκυνηγός
συγ-κυν-ηγός, mitjagend, Jagdgenoß -
8 ἡγέομαι
Grammatical information: v.Meaning: `lead, go ahead', posthom. also `think, believe';Other forms: Dor. ἁγ-, aor. ἡγήσασθαι, fut. ἡγήσομαι (Il.), perf. ἥγημαι, ἅγ- (Hdt., Pi.), aor. pass. ἡγήθην (Pl. Lg. 770b)Compounds: very often with prefix in different meanings, δι-, εἰσ-, ἐξ-, καθ-, περι-, ὑφ- etc. As 1. member in governing compp., e. g. `Ηγησί-λεως, Άγησί-λαος (Hdt.; also as appellative) - Also ἡγέ-ομαι as 2. member in formations in - της, e. g. κυν-ηγέτης "leader of dogs", `hunter' (Od.), ἀρχ-ηγέτης, f. - τις `who has the power, originator' (Hdt.), partly beside - ηγός and connected with ἄγω, s. Chantraine Et. sur le vocab. gr. 88ff., Sommer 12 w. n. 1. Another compound with σ-stem is περι-ηγής `forming a circle' (Emp., A. R.).Derivatives: Many derivv., also from the compp. (Dor. forms not sep. noted). Nomina actionis: 1. ἥγησις `leading' (LXX), older and more usual εἰσ-, ἐξ-, δι-, περι-, ὑφ-ήγησις etc. (cf. Holt Les noms d'action en - σις, s. index);. 2. ἥγημα `leading, opinion' (LXX, Pergamon), older and more usual ἀφ-, εἰσ-ήγημα etc. with - ηγημάτιον, - ηγηματικός. Nomina agentis: 3. ἡγεμών, - όνος m. `leader' (Il.; on the formation Schwyzer 522, Fraenkel Glotta 32, 25f,; also from the compp., e. g. καθηγεμών) with ἡγεμονεύω `lead, rule' (Il.; like βασιλεύω), rarely - έω (Pl.; cf. Fraenkel Denom. 184f., Schwyzer 732), ἡγεμον-ία, ἡγεμόνευ-μα, ἡγεμον-ικός a. o.; fem. ἡγεμόνη surname of Artemis a. o. (Call.; Schwyzer 490 n. 4, Sommer Nominalkomp. 145). 4. ` Ηγήμων Att. PN (cf. ἥγημα). 5. ἡγήτωρ, - ορος m. `id.' (Il.), Άγήτωρ surname of Zeus in Sparta (X.), also name of the Aphrodite-priests in Cyprus (E. Kretschmer Glotta 18, 87). 6. ἡγητήρ, - ῆρος m. `id.' (Pi., S.; also ὑφ-, προ-, καθ-ηγητήρ [trag.]) with ( προ-)ἡγήτειρα (A. R.), - τήριος (Ath.). 7. ἡγητής `id.' (A. Supp. 239), usually εἰσ-, ἐξ-, δι-, καθ-, προ-ηγητής (IA); on semantic differentiation of ἡγήτωρ, - ητήρ Benveniste Noms d'agent 46; on ἡγητής Fraenkel Nom. ag. 2, 13. Adj. 8. ( ἐξ-, δι- etc.) ἡγητικός (hell.). - On ἡγηλάζω s. v.Etymology: Iterative present ἡγέομαι, ἁ̄γέομαι, from which all other forms were derived, has a close correspondence in the yot-presents Lat. sāgio `trace, track down' = Germ., e. g. Goth. sokjan `search, attack' (the latter could also be from * sāgeio\/e-). From WestIE. one adduces OIr. saigim, -id `trace something, search', prob a yot-present (from * sh₂g-), s. Thurneysen Grammar 354; for the vowel cf. Lat. săgāx. Uncertain is Hitt. šak-ḫi, -i `know'. - The word may come from the language of hunters, prop. `search'; further Schwyzer 29 and Chantraine l. c.Page in Frisk: 1,621-622Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡγέομαι
См. также в других словарях:
επιβατηγός — ό (AM ἐπιβατηγός, όν) αυτός που μεταφέρει επιβάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατηγό μεταφορικό μέσο για διακίνηση επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατ ός (< βαίνω) + ηγός (< άγω, πρβλ. κυν ηγός, φορτ ηγός)] … Dictionary of Greek
ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
θαλαμηγός — Σκάφη διαφόρων τύπων, από τους μικρούς ιστιοφόρους κέρκουρους έως τα πολυτελή ιστιοφόρα και ντιζελοκίνητα σκάφη ψυχαγωγίας. Συνηθέστερα ονομάζονται γιοτ, από την αγγλική ονομασία yαcht. Μια θ. με πανιά εφοδιάζεται συνήθως και με βοηθητική μηχανή … Dictionary of Greek
ιματηγός — ἱματηγός, όν (Α) αυτός που μεταφέρει ιμάτια, ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ηγός (< ἄγω, με λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»), πρβλ. αρχ ηγός, κυν ηγός] … Dictionary of Greek
νεκρηγός — νεκρηγός, όν (Α) (για πλοίο) αυτός που μεταφέρει νεκρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + ηγός (< ἄγω), πρβλ. θαλαμ ηγός, κυν ηγός. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
οσπρηγοί — ὀσπρηγοί, οἱ (Α) άτομα που μεταφέρουν όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὀσπρε ηγός < ὄσπριον / ὄσπρεον + ηγός (< ἄγω), πρβλ. κυν ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ποδηγός — και δωρ. τ. ποδαγός, όν, ΜΑ 1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ. β. «ποδηγῷ καὶ… … Dictionary of Greek