-
1 κυνο-κέφαλος
κυνο-κέφαλος, hundsköpfig; ἄνϑρωπος Luc. Hermotim. 44, s. nom. pr. – Eine Affenart, Plat. Theaet. 161 c; Arist. H. A. 2, 8; D. Sic. 1, 33; Ael. H. A. 4, 41 u. öfter. – Bei Ar. Equ. 414 übertr., unverschämt. In dieser Stelle ist α lang gebraucht, worauf sich die Bemerkung des Phryn. in B. A. 49 bezieht, κ υνοκέφαλλος, διὰ τῶν δυοῖν λ οἱ Ἀττικοί; vgl. Phot. lezic.; Fritzsche vermuthet κυνοκνέφαλλος, Hundsfellgerber, schwerlich richtig.
-
2 κυνοκέφαλος
κῠνο-κέφᾰλος, ον,2 dog-faced baboon, Simia hamadryas, Pl.Tht. 161c, 166c, Arist.HA 502a19, etc.; sacred animal in Egypt, Luc.Tox.28, JTr.42.3 κυνοκέφαλον, τό, = ψύλλιον, Dsc.4.69; = ἀντίρρινον, Xenocr. ap. Sch.Orib.2.744. [ κυνοκεφάλλῳ at the close of an iambic tetrameter, Ar.Eq. 416, where λλ is attested by Phryn.PSp.85 B., Phot.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυνοκέφαλος
-
3 κυνοκέφαλος
κυνο-κέφαλος, hundsköpfig. Eine Affenart; übertr., unverschämt -
4 κυνοκεφαλος
См. также в других словарях:
ηλιοκέφαλος — ἡλιοκέφαλος, ον (Μ) αυτός τού οποίου το κεφάλι λάμπει από τις ακτίνες τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κεφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ιερακοκέφαλος — ὁ (επίθ. τού αιγυπτ. θεού Ώρου) αυτός που έχει κεφάλι γερακιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, ακος + κέφαλος < κεφαλή (πρβλ. εκατογ κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
λεοντοκέφαλος — η, ο (Α λεοντοκέφαλος, ον) αυτός που έχει κεφάλι λιονταριού («κυνοκεφάλους τινὰς ὄντας καὶ λεοντοκεφάλους ἀνθρώπους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
λιθοκέφαλος — λιθοκέφαλος, ον (Α) αυτός που έχει πέτρα μέσα στο κεφάλι («λιθοκέφαλος χρέμυς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
μαδαροκέφαλος — η, ο (Μ μαδαροκέφαλος, η, ον) αυτός που δεν έχει τρίχες στο κεφάλι του, φαλακρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαδαρός + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. βου κέφαλος, κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek
ονοκέφαλος — η, ο (Α ὀνοκέφαλος, ον) το αρσ. ως ουσ. ο ονοκέφαλος μυθικό τέρας το οποίο είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. κυνο κέφαλος] … Dictionary of Greek